Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Μικρός απολογισμός

Πέρασε μισός χρόνος από τότε που η καλή συνάδερφος Μαρία Πατσιά "έριξε" την ιδέα να αξιοποιήσουμε στα πλαίσια των Ερευνητικών Εργασιών της Α Λυκείου το τελευταίο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου "Τα παιδιά του Σπάρτακου". Βασικό πλεονέκτημα: η σχέση του έργου με τον τόπο μας.
Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία και συγκροτήθηκε η ερευνητική ομάδα. Ενημέρωση των μαθητριών/-τών για το θέμα, διευκρινήσεις, αντιρρήσεις, οργάνωση των ομάδων και ανάθεση εργασιών. Φιλόξενος και ταιριαστός χώρος η βιβλιοθήκη του σχολείου μας.
Η δουλειά ξεκίνησε... Άρχισαν να έρχονται οι πρώτες εργασίες των παιδιών. Παρατηρήσεις, βελτιώσεις και η ώρα της δημοσίευσης στο ιστολόγιο αυτό.
Σιγά-σιγά μέσα από τις εργασίες των παιδιών και το λογοτεχνικό λόγο της Σωτηρίου άρχισε να διαμορφώνεται μια άλλη εικόνα για το Σουφλί μας, αυτή των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Ανάπτυξη πληθυσμιακή, οικονομική, πολιτιστική. Περιπέτειες εθνικές και πολεμικές. Αγώνες για δικαιότερη κοινωνία. Πλάι σ' αυτά η καθημερινότητα με τις χαρές και τις πίκρες της. Μέσα από τις ζωές των ηρώων του αφηγήματος, που συνομιλούσαν ανέλπιστα με μας...
Η εργασία μας έφτασε στο τέλος της. Είναι όμως έτσι; Μου φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές ακόμα σκιές της τοπικής ιστορίας που περιμένουν κάποιους τολμηρούς νεαρούς "σπαρτακιστές" να αναλάβουν τον καλό αγώνα της γνώσης. Καλή αντάμωση λοιπόν...
Μπέντης Χρήστος  
(φιλόλογος, διαχειριστής του ιστολογίου)

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Πώς θα θέλατε να τελειώνει το μυθιστόρημα;

Στο τέλος της εργασίας μας, εκτός από την γνώμη τους για το μυθιστόρημα που διαβάσαμε (δες προηγούμενες αναρτήσεις), ζητήσαμε από τις μαθήτριες και τους μαθητές μας να σκεφτούν ένα δικό τους - διαφορετικό - τέλος για το έργο. Να γίνουν κατά κάποιο τρόπο "συγγραφείς"...

Αν είχα την ευκαιρία να δώσω ένα δικό μου τέλος στο βιβλίο "Τα παιδιά του Σπάρτακου", θα ήθελα να μην είχαν συλλάβει τον Νεόφυτο και την Δεσπούλα και να μην είχαν οδηγηθεί σε δίκη. αλλά να φυγαδεύονταν στο εξωτερικό και, αφού περνούσαν λίγα χρόνια και ηρεμούσαν τα πράγματα στην Ελλάδα, να επέστρεφαν. Θα παντρεύονταν και θα έκαναν οικογένεια ξεχνώντας τα όσα είχαν περάσει και θα συνέχιζαν τη ζωή τους και τη δραστηριότητά τους μέχρι τα γεράματα.
Μπουγατζέλη Δήμητρα

Το τέλος του μυθιστορήματος έπρεπε να βρει τον Νεόφυτο και πάλι στο Σουφλί. Να περιπλανιέται στους δρόμους όπου μεγάλωσε και στα μέρη όπου για πρώτη φορά διάβασε γαι τον Σπάρτακο. Και εκεί, γέρος πια, να διηγείται τα παθήματά του στα εγγόνια και τα δισέγγονά του...
Αραμπατζής Σταύρος

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Πώς σας φάνηκε το μυθιστόρημα; (2)

"Το μυθιστόρημα "Τα παιδιά του Σπάρτακου" το περίμενα λίγο διαφορετικό. Πίστευα ότι θα είχε πιο πολλές αναφορές στο Σουφλί. Η Διδώ Σωτηρίου έγραψε κάποιες σημειώσεις για το έργο και αργότερα κάποιοι το έκριναν ενδιαφέρον να εκδοθεί. Το έργο είναι ημιτελές και μας αφήνει πολλά ερωτηματικά, γιατί δεν μας φανερώνει ποια κατάληξη είχαν τα πρόσωπα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει όμως γιατί το βιβλίο δεν είναι παρά κάποιες σημειώσεις που κρατούσε η Διδώ Σωτηρίου και γι' αυτό δεν έχει ολοκληρωμένη πλοκή. Απλά κάνει μια αναφορά στα γεγονότα.

Μπουγατζέλη Δήμητρα

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Πώς σας φάνηκε το μυθιστόρημα; (1)

Στο τέλος της εργασίας μας ζητήσαμε από τις μαθήτριες και τους μαθητές της ομάδας μας να μας γράψουν τη γνώμη τους για το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου  "Τα παιδιά του Σπάρτακου". Ιδού κάποιες "βιβλιοκριτικές":

Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους το βιβλίο αυτό ξεχωρίζει. Ο πρώτος ότι είναι ένα από τα ελάχιστα λογοτεχνήματα που αναφέρονται στον τόπο μας. Ο δεύτερος (και σημαντικότερος) η μεστότητά του σε μηνύματα και διδαχές για τον αναγνώστη. Η ταύτιση με τα πρόσωπα δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε πως πράγματα τα οποία σήμερα θεωρούνται δεδομένα ήταν απρόσιτα σε ανθρώπους άλλων εποχών. Η φρίκη που εξαπολύει ο πόλεμος, η εξαθλίωση που επιφέρει ο λιμός και η φίμωση των πολιτικών απόψεων είναι διαφωτιστικά παραδείγματα.
   Η ουσία του βιβλίου συμπυκνώνεται στην απολογία της Βασιλιώς "προτιμότερος ο θάνατος"... Τα λόγια αυτά σκιαγραφούν την σταθερότητα στις απόψεις, την εντιμότητα και ένα τεράστιο ψυχικό σθένος. Η προσήλωση στις ιδεολογίες σπανίζει στις μέρες μας, καθώς οι πολιτικοί "κόθορνοι" δεσπόζουν στο πολιτικό σκηνικό.
   Στο βιβλίο αυτό αναδεικνύεται, τέλος, η αξία του αγώνα. Μόνο αν ο άνθρωπος καταβάλλει αγώνες συνειδητοποιεί την αξία των κεκτημένων του. Επιπλέον ο καθένας μας είναι επιφορτισμένος με ένα ιερό καθήκον: να αγωνίζεται πρώτα για τις επόμενες γενιές και μετά για τον εαυτό του. Και είναι η εκπλήρωση αυτού του χρέους που καθησυχάζει τη Βασιλιώ στο τέλος του διηγήματος.

Αραμπατζής Σταύρος

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Ένας αλλιώτικος περίπατος στην πόλη μας (3)

Στις 6 Απρίλη η ομάδα μας βγήκε για μια βόλτα στην πόλη . Έχοντας διαβάσει, μάθει, συζητήσει, άλλη είναι η ματιά μας σε μέρη που καθημερινά αδιάφορα ίσως προσπερνούμε. Στόχος να δούμε και να φωτογραφήσουμε σημεία της πόλης – αν και όσα μπορούμε να εντοπίσουμε – που αναφέρονται στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου. Η εποπτεία του χώρου «δένει» στο μυαλό μας όσα συζητήσαμε.

Το καμπαναριό του Αϊ Γιώργη
  Επόμενη στάση ο Άη Γιώργης. Το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο του είναι διάσημο σ’ όλη την Ελλάδα. «Ήρθαν μαστόροι από μέσα για το καμπαναριό» αναφέρεται στο βιβλίο. Στο ξεκίνημα του περιπάτου μας έκπληκτοι είδαμε την καινούρια εκκλησίτσα στο δρόμο με τις δημόσιες υπηρεσίες. Έκπληκτοι, γιατί πριν από τρεις μέρες δεν ήταν εκεί! Ένα κτίσμα προκάτ κι η εκκλησιά, όπως και τα καινούρια μας σχολεία που έγιναν πριν μερικά χρόνια (το 4ο νηπιαγωγείο, το 1ο δημοτικό) παίρνουν τη θέση τους στο χώρο μέσα σε λίγες μέρες. Πόσα χρόνια άραγε χρειάστηκαν για να κτιστεί ο Άη Γιώργης, το σημερινό 2ο δημοτικό σχολείο, το παλιό 1ο δημοτικό (σήμερα στεγάζει τη φιλαρμονική) ή το παλιό Γυμνάσιο; Δεν είναι μόνο το ότι η τεχνολογία επιτρέπει εξελισσόμενη να γίνονται πιο γρήγορα οι δουλειές μας, είναι που αλλάζει τελείως και η αισθητική των κτηρίων αλλά και η σχέση της κοινότητας με αυτά. Νομίζω πως άσχετα με το πόσο έντονο ήταν το θρησκευτικό συναίσθημα του κόσμου, η εκκλησία ήταν ένας πόλος, ένα χαρακτηριστικό «σημείο» για την κοινότητα, γι αυτό και δεν φείδονταν χρόνου, κόπου και χρήματος για να την φτιάξουν, γι’ αυτό οι μαστόροι που ήταν ειδικοί έπρεπε να έρθουν για το καμπαναριό, οι ειδικοί για το τέμπλο… Δεν γινόμαστε εραστές του παρελθόντος, αλλά…. Τέλος πάντων ο  Άη Γιώργης στέκει όπως σχεδόν ήταν παλιά, γλύτωσε από τον εκσυγχρονισμό με απώλεια μόνο τα βιτρό παράθυρά του που αντικαταστάθηκαν από «κόπλαμ», τα ταβάνια του νάρθηκα που έγιναν πλαστικά, και τα πεύκα και τις μουριές της αυλής του που κόπηκαν.
Το παλιό 1ο δημοτικό σχολείο
  Περνάμε από το παλιό 1ο δημοτικό σχολείο – υπέροχο κτίσμα - , από παλιά «κουκουλόσπιτα» και κατεβαίνουμε στον κεντρικό δρόμο της πόλης, όπου βέβαια σταματάμε για λίγο κάτω από την Πνύκα. Δύσκολα την προσέχει κανείς, καθώς το μισό της σκάλας της υπάρχει σε μόνιμη βάση και το υπόλοιπο προστίθεται μόνο στις εκλογές, η επιγραφή «τις αγορεύειν βούλεται» κρύβεται πίσω από τα κλαδιά μιας μουριάς και το μάτι τραβάει η ποικιλία χρωμάτων στη βιτρίνα του καταστήματος μεταξωτών που βρίσκεται ακριβώς από κάτω.
  Επιστρέφουμε στο σχολείο μας περνώντας κάτω από τη σκουριασμένη σειρήνα που έχει σωπάσει χρόνια τώρα και που -αν θέλετε το πιστεύετε- ελάχιστοι την είχαμε προσέξει ή ξέραμε τι ήταν αυτός ο σκουριασμένος σιδερένιος σκελετός πάνω από τα κεφάλια μας.
  Εδώ τελειώνει η βόλτα μας στον τόπο και το χρόνο. Πλούσιο το έντυπο υλικό που φέραμε στο σχολείο από το εργοστάσιο Τζίβρε και το αρχοντικό Μπρίκα, ακόμα πιο πλούσιες οι εικόνες μέσα μας, τα συναισθήματα, οι γνώσεις. Όποιος δεν γνωρίζει την ιστορία του, τις ρίζες του, δεν μπορεί ν’ απλώσει κλαριά, ν’ ανθίσει, να καρπίσει. Και ιστορία δεν είναι τα κείμενα που παπαγαλίζουμε από το σχολικό εγχειρίδιο για να περάσουμε το μάθημα στις εξετάσεις, δεν είναι μόνο η γενική ιστορία της χώρας μας, αλλά και τούτα τα ψήγματα ιστορίας του τόπου που γεννηθήκαμε. Αν με τούτη την ερευνητική εργασία καταφέραμε οι μαθητές μας να δουν έστω κι ένα μέρος από τις ρίζες τους, κάτι έγινε. Ας ανθίσουν τούτα τα παιδιά και ας είναι να βρεθούν σ’ άλλους  τόπους.
 Πατσιά Μαρία (φυσικός)

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Ένας αλλιώτικος περίπατος στην πόλη μας (2)

Στις 6 Απρίλη η ομάδα μας βγήκε για μια βόλτα στην πόλη . Έχοντας διαβάσει, μάθει, συζητήσει, άλλη είναι η ματιά μας σε μέρη που καθημερινά αδιάφορα ίσως προσπερνούμε. Στόχος να δούμε και να φωτογραφήσουμε σημεία της πόλης – αν και όσα μπορούμε να εντοπίσουμε – που αναφέρονται στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου. Η εποπτεία του χώρου «δένει» στο μυαλό μας όσα συζητήσαμε.


"Κουλουροποιείον"
   Στη διαδρομή μας προς το αρχοντικό της οικογένειας Μπρίκα, μουσείο μετάξης σήμερα, κοντοστεκόμαστε σε παλιά σπίτια, σχολιάζουμε την αρχιτεκτονική τους σε σχέση με τη λειτουργικότητα του κτίσματος, εντοπίζουμε στα πιο πλούσια το χαρακτηριστικό πλαίσιο όπου χαράζονταν η ημερομηνία οικοδόμησης του σπιτιού, δοκιμάζουμε το νερό απ’ το αρτεσιανό πηγάδι που τρέχει ακόμα, φωτογραφίζουμε τους στάβλους του δήμου, όπου έμεναν τα άλογα που έσερναν τα κάρα για τα σκουπίδια (νέα σχετικά επινόηση αυτή, αφού παλιά τα νοικοκυριά σοφά διαχειριζόμενα τα απορρίμματα τους δεν είχαν σκουπίδια για πέταμα …). Κοντοστεκόμαστε στον εγκαταλελειμμένο φούρνο του θείου Δημητρού που έφτιαχνε χαρακτηριστικές «βραχιονούδες» και τις πουλούσε στην πιτσιρικαρία του 2ου δημοτικού σχολείου που είναι ακριβώς απέναντι. Ξαναθυμόμαστε όσα μάθαμε για το συγκεκριμένο σχολείο. Περνάμε από το «καβάκι» (=λεύκα) που οφείλει το όνομα του στις λεύκες που φύτρωναν για χρόνια δίπλα στη βρύση με το τρεχούμενο νερό. Η βρύση τρέχει ακόμα, οι λεύκες κόπηκαν κάποτε και δεν αντικαταστάθηκαν, ενώ οι πέτρινες σκάφες για τη μπουγάδα που έβαζαν οι νοικοκυρές της γειτονιάς υπάρχουν ακόμα ελαφρώς τσιμεντωμένες στη βάση τους από τότε που έγινε η τελευταία «ανάπλαση» της πλατείας.
Το αρχοντικό της οικογένειας Μπρίκα
  Στο αρχοντικό Μπρίκα μας περιμένει η κ. Σταυρούλα Γκούδλη, που μας μιλά για την ιστορία του κτίσματος και μας αφήνει να ταξιδέψουμε στο παρελθόν μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που εκτίθεται στις αίθουσες του μουσείου. Έντονα τα σχόλια, πολλές οι απορίες, η συζήτηση ανάβει.
Η πλατεία "μεσοχωρίου"
  Περνάμε το «μεσοχώρι», την πλατεία στο μέσον της πόλης και η οποία τη χώριζε σε δυο μαχαλάδες, την «καρκατσιλιά» - ο πάνω μαχαλάς – και την «καμπιά» - ο κάτω μαχαλάς. Απογυμνωμένη κι αυτή σχεδόν από τα τεράστια δέντρα που είχε παλιότερα. Στη μια της άκρη το μπαρμπέρικο του μπαρμπα- Βαγγέλη διατηρείται όπως ήταν όταν λειτουργούσε... 

Πατσιά Μαρία

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Ένας αλλιώτικος περίπατος στην πόλη μας (1)

Στις 6 Απρίλη η ομάδα μας βγήκε για μια βόλτα στην πόλη . Έχοντας διαβάσει, μάθει, συζητήσει, άλλη είναι η ματιά μας σε μέρη που καθημερινά αδιάφορα ίσως προσπερνούμε. Στόχος να δούμε και να φωτογραφήσουμε σημεία της πόλης – αν και όσα μπορούμε να εντοπίσουμε – που αναφέρονται στο μυθιστόρημα της Δ. Σωτηρίου. Η εποπτεία του χώρου «δένει» στο μυαλό μας όσα συζητήσαμε.


Πρώτος σταθμός-τι άλλο;- το εργοστάσιο των αδελφών Τζίβρε. Εγκαταλελειμμένο για πολλά χρόνια, ευτυχώς πριν μία δεκαπενταετία πέρασε στα χέρια του Δήμου και σε πρώτη φάση αλλάχτηκαν στέγες και κουφώματα για να μην φθαρεί περισσότερο. Ξεναγός μας εκεί ο κ. Γουρίδης, μας εξήγησε ποιες εργασίες γίνονταν σε κάθε κτήριο και μας είπε λίγα λόγια για την ιστορία του συγκροτήματος, γενικότερα για το μετάξι αλλά και για την αρχιτεκτονική που διαμορφώνεται στην περιοχή λόγω της σηροτροφίας. 

Περπατήσαμε μέσα στα κτήρια, αγγίξαμε τις σκουριασμένες μηχανές, προσπαθήσαμε να φανταστούμε το χώρο γεμάτο ζωή. Με τους θορύβους, τους ατμούς, τα χρώματα. Ένα ξεχασμένο τσοκαράκι (γκαλέτσι) έμενε ανέγγιχτο κάτω από μια μηχανή, τα σκαμνάκια (για να φτάνουν οι ανήλικες εργάτριες να κάνουν τη δουλειά τους) ήταν στη θέση τους ακόμα τα περισσότερα, μπροστά στις λεκανίτσες για το ζεστό και το κρύο νερό με τις σκουριαμένες βούρτσες μέσα τους… Θαρρούσες θα δεις τη μικρή Βασιλιώ να κρύβει βιαστικά την κουκλίτσα/μελιτζανούλα της... Απαράδεκτες οι συνθήκες δουλειάς, βάρβαρες.

Κοιτώ τα παιδιά να ψηλαφούν το παρελθόν, να ρωτούν, να απορούν και με κυριεύει η θλίψη. Από τη μια ο έρημος πια τούτος χώρος, που είχε ωστόσο την τύχη να μπει σε ένα πρόγραμμα διάσωσης. Στην άλλη μεριά της πόλης δυο ακόμα εργοστάσια έχουν παραδοθεί στη φύση που κοντεύει να ολοκληρώσει τη φθορά, να εξαφανίσει κάθε ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτό όμως που με κάνει να μελαγχολώ είναι η γνώση πως τούτα τα παιδιά σε 2-3 χρόνια θα φύγουν για σπουδές ή για δουλειά και ελάχιστα θα επιστρέψουν στον τόπο τους. Αυτή η πόλη που έσφυζε από ζωή, με τα εργοστάσια της, τα εργαστήρια της, τους αγρότες της, γερνά και δεν μπορεί πια να κρατήσει τα παιδιά της. Γεμίζει μουσεία και αδειάζει από ζωή…..

Πατσιά Μαρία

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Πνύκα Σουφλίου

Στην κεντρική πλατεία του Σουφλίου σε έναν εξώστη δεξιά υπάρχει η επιγραφή "ΠΝΥΞ ΣΟΥΦΛΙΟΥ 1930 ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ ΒΟΥΛΕΤΑΙ". Σε αυτό τον χώρο, που αναβιώνει μνήμες της αρχαίας δημοκρατίας, αγόρευσαν μεγάλες προσωπικότητες της σύγρονης ελληνικής ιστορίας, όπως ο Ε. Βενιζέλος, ο Ν. Πλαστήρας, ο Γ. Παπανδρέου κ.ά. Αλλά και απλοί πολίτες ανέβηκαν στο βήμα αυτό για να εκφραστούν ελεύθερα (όπως συνέβη τις μέρες της απεργίας του 1936 - δες εδώ).
Ο δήμαρχος Σουφλίου Καλπάκας μιλάει στην Πνύκα το 1938
 

Το χαρέτσι

     Την εποχή της ακμής του, το Σουφλί αποτέλεσε εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο που έδινε ζωή σ' όλη τη γύρω περιοχή. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάθε νοικοκυριό, κάθε σπίτι, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ήταν και χώρος εκτροφής κουκουλιών. Εδώ σηροτρόφοι από τη γύρω περιοχή, έφερναν με τα αμάξια τους σακιά με νωπούς μεταξοβόμβυκες (κουκούλια) στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για την αγοραπωλησία, το «ΧΑΡΕΤΣΙ». Ήταν κτισμένο το έτος 1894 από την οικογένεια του Αποστόλη Μπρίκα, που ασχολήθηκε επί σειρά ετών με την παραγωγή και εμπορία κουκουλιών.
Στο Χαρέτσι Σουφλίου το 1930
     Επί δύο εβδομάδες γινόταν η δημοπρασία για τα κουκούλια των σηροτρόφων. Η διαδικασία πώλησης τελείωνε όταν ο «τελάλης» φώναζε: «ένα-δύο-ΧΑΑΡΕΤΣ» (= στην αραβική σημαίνει το τελείωμα μίας εμπορικής συναλλαγής). Μέρος της παραγωγής έμενε στο Σουφλί, όπου τα εργοστάσια παρήγαγαν νήμα για τις ανάγκες τις δικές τους και των κατοίκων της περιοχής.
    Σήμερα ο χώρος λειτουργεί ως καφετέρια.

Πηγές: ιστοσελίδα Μεταξωτών Κάλφα, τιμοκατάλογος της καφετέριας «Χαρέτσι».

Επιμέλεια: Τσακαλδήμη Ελένη

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Δεν πήγαν χαμένοι οι αγώνες μας...


Η Βασιλιώ, η μικρότερη από τις αδερφές του Νεόφυτου, ενήλικη πια κάνει έναν απολογισμό της δύσκολης νιότης που πέρασε. Από μικρή εργάτρια στο μεταξουργείο μέσα σε άθλιες συνθήκες εργασίας (δες εδώ), μετά ο πόλεμος με τους ξένους και μεταξύ μας, κατόπιν οι διώξεις για τις ιδέες της... 



      Όλα αυτά πρέπει πως, κρυμμένα στα κατάβαθα της ψυχής μου, δουλεύανε. Κι όταν βρέθηκα μπροστά στους ξένους στρατοδίκες της Κατοχής κι αργότερα στους ντόπιους, που μου ζήτησαν ν΄ αρνηθώ τις ιδέες μου, αν ήθελα να ζήσω, εγώ απάντησα: "Προτιμότερος ο θάνατος".
     Ώρες ώρες, καθώς δουλεύω στο υφαντουργείο, σκέφτομαι τα σημερινά κορίτσια, που έχουνε αληθινές κουκλίτσες, που έχουν προσφάι και καθαρό ρούχο και που πολλά τα στέλνουν οι γονέοι τους στα σκολεία κι όχι στις φάμπρικες και που κανένας Χακίμης δεν τολμά να τα ζεματίσει, και λέω σπολάτη. Δεν πήγαν χαμένοι οι αγώνες μας.
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 261

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Η μεγάλη απεργία του ΄36 (2)


Από την απεργία του 1936: απεργοί αγορεύουν στην Πνύκα Σουφλίου
    Ιούλης του 1936. Τότε που ανοίγει το χαρέτσι για την αγορά των κουκουλιών. Ξεκινά η μεγάλη απεργία των σηροτρόφων και των μεταξεργατριών στην περιοχή του Σουφλίου. Κρατά περίπου 10 μέρες. Ξεσηκώνεται όλη η επαρχία. Οικογένειες ολόκληρες έρχονται στο Σουφλί. Κατασκηνώνουν» στην κεντρική πλατεία. Μέρα–νύχτα η πλατεία γεμάτη. Το σύνθημα: «100 ή θάνατος» (100 δραχμές η τιμή αγοράς ανά κιλό των κουκουλιών). Έντονη η αγωνιστική διάθεση και η Πνύκα πάνω από τα κεφάλια τους ανοιχτό βήμα για όλους. «Τις αγορεύειν βούλεται». Κι η αθηναϊκή δημοκρατία αναβιώνει στο χωριό μας 2500 χρόνια μετά. Παίρνει το λόγο όποιος νομίζει πως έχει κάτι να πει. Μορφωμένος ή αμόρφωτος, άντρας ή γυναίκα (ναι, σε τούτο τον ξεσηκωμό οι γυναίκες ισότιμα αντιμετωπίστηκαν αλλά και ισάξια αγωνίστηκαν). Ο λόγος όχι μόνο στους «ειδήμονες». Ατμόσφαιρα αγώνα και γιορτής συνάμα.
    Μέρες που άφησαν το σημάδι τους στην τοπική ιστορία, αλλά και στην ιστορία γενικά της Ελλάδας.
    Το κέρδος; Η τιμή του κουκουλιού ανεβαίνει από τις 45 στις 75 δραχμές. Νίκη. Το κόστος; Οι πρωτεργάτες το πλήρωσαν με φυλακές και εξορίες επί Μεταξά αλλά και μετακατοχικά. Η Βασιλιώ της ιστορίας μας ήταν από αυτούς που «πλήρωσαν».  

 Μια προσπάθεια μεταφοράς του κλίματος εκείνων των ημερών όπως μου τις αφηγήθηκαν οι παλιότεροι, μεταξύ αυτών και ο κ. Στεφάνου.
Πατσιά Μαρία

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η μεγάλη απεργία του '36 (1)

1936. Νέα απεργία με μεγάλη επιτυχία. Ιούνιο. Βάσταξε 10 μέρες.
Οι σηροτρόφοι και οι εργάτες γης μαζί με γυναίκες δέκα μέρες συλλαλητήρια. Όλοι στο δρόμο. Έκαναν τσαντίρια με ψάθες. Η Εργατική Βοήθεια μοίραζε ψωμιά, κουλούρια και 50 δράμια τυρί. Υπήρχαν και πλούσιοι άνθρωποι που τα διέθεσαν όλα...
Το πρωί στις 5 χτύπησαν οι καμπάνες. Ο εργοδότης άναψε μηχανή, 10 απεργοσπάστριες. Τις χτύπησε ο λαός. Ο αδερφός ανεβαίνει στο καμπαναριό που είχε ρολόι (εκκλ. Αγ Γεώργιος), με ένα σφυρί και με άλλους νέους. Τους είχαν πάρει σκοινί. Τα μικρά τσίλιες. Έρχεται η Αστυνομία.
"Νεόφυτε, Κώστο, έρχονται!"
Πηδάει. Πιάνουν τη μικρή, ξύλο με βούρδουλα.
Οι εργάτριες μέσα στην εκκλησία μάχη. Όλοι μαζί κατέλαβαν Δημαρχία, Αστυνομία για 5 μέρες. Οι χωροφύλακες κλειδωμένοι. Τηλεφωνούν να 'ρθει τάγμα.
Ο λαός πήρε είδηση. Οι γριές με λουλούδια ξαπλώνονται σε σιδηροδρομική γραμμή.
"Αδέρφια μας, μη μας χτυπάτε, είστε παιδιά μας. Ποιον θα χτυπήστε;" Ο στρατός αρνείται.
Σηροτρόφοι: "100 δρχ. το κουκούλι ή θάνατος".
Οι εργάτριες: "Μεροκάματο αύξηση, νερό και καλύτερες συνθήκες".
Μαύρα τσεμπέρια έγιναν σημαίες. Οι γριές πρώτες. Οι αξιωματικοί τα ΄χασαν.

από τις αφηγήσεις γυναικών του Σουφλίου που κατέγραψε η Διδώ Σωτηρίου σ. 278

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Η απεργία του '33

    1933. Νέα απεργία. Ήταν 12ωρο. έγινε χειμώνα: κακή εκλογή. Βάσταξε μια βδομάδα, μόνο 10% απεργοσπάστες. Έσπασε. Κοπέλες ήρθαν σε σύγκρουση με Αστυνομία. Οι γυναίκες έριχναν τούβλα και πετούσαν απ' τα άλογα κάτω αστυνόμους. Δικάστηκαν 15 σε πεντάμηνη φυλάκιση.
από τις αφηγήσεις γυναικών του Σουφλίου που κατέγραψε η Διδώ Σωτηρίου σ. 277

     Στις 22/02/1933 κηρύσσεται από το σωματείο μεταξεργατριών απεργία με αιτήματα την αύξηση των ημερομισθίων, την παροχή καθαρού πόσιμου νερού και την εφαρμογή του οκταώρου (πρόκειται μάλλον για την πρώτη απεργία γυναικών στην Ελλάδα!). Η απεργία, στην οποία συμμετείχαν 108 εργάτριες, κράτησε τέσσερις ημέρες και έληξε χωρίς να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Με τη λήξη της απεργίας πολλές από τις πρωτεργάτριες της απεργίας απολύθηκαν.

Πηγή: "Η γυναίκα μεταξεργάτρια χθες και σήμερα"

Επιμέλεια: Μανιάκας Δημήτρης, Πανταζής Θανάσης

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Η απεργία

Οι πολύ σκληρές συνθήκες εργασίες στα μεταξουργεία, τα ισχνά μεροκάματα, οι χαμηλές τιμές στην αγορά των κουκουλιών οδήγησαν τους σηροτρόφους και μεταξεργάτες του Σουφλίου στην κήρυξη απεργιών (1925, 1933, 1936).
Ο απόηχος από τα γεγονότα καταγράφεται μέσα στις σελίδες "Των παιδιών του Σπάρτακου". Η Λαμπρινή, σε αντίθεση με το σύζυγό της τον Ανέστη (σημ. πρόκειται για τους γονείς του Νεόφυτου, κεντρικού ήρωα στο αφήγημα) συμμετέχει ενεργά στα γεγονότα:

      Τις πολιτικές δραστηριότητές της η Λαμπρινή τις κρατούσε κρυφές από τον άντρα της. Κι ο δόλιος ο Ανέστης σάστισε όταν, στην εξέγερση των σηροτρόφων στα '36, την είδε ανεβασμένη πάνω στο καμπαναριό να καλεί το στρατό, που ήρτε να επιβάλει την τάξη, να μη χτυπήσει το λαό, να αδερφωθεί μαζί του! Και να ΄χουν στρίψει κάμποσοι νταήδες τις μπούκες των τουφεκιών τους καταπάνω της... Και κείνη να στέκει αγέρωχη και αποφασισμένη για όλα και ν' ανεμίζει το λόγο της σαν παντιέρα! Βρε, Λαμπρινή! Βρε, μάτια μου, εσύ ΄σουν μάνα, γυναίκα του χωριού, δεν ήσουν καπετάνισσα της Γκίμπρενας!
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 73

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Μεταξεργάτριες θυμούνται... (3)


Η κυρία Ευτυχία Παπαμαυρουδή δούλεψε στο ίδιο εργοστάσιο (μεταξουργεία Τζίβρε)μεταπολεμικά. Μας μεταφέρει με το λόγο της τις συνθήκες δουλειάς εκεί αλλά και γενικότερα το κλίμα εκείνης της εποχής.

  Εγώ δούλεψα μόνο δύο χρόνια εκεί κι αυτά όχι «κανονικά». Ήμουν τότε 14 χρονών. Με έβαλαν δέστρα, έδενα τις κλωστές άμα κοβόταν καμία. Είχε τόση ζέστη εκεί μέσα! Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγα, λάδωσε το πρόσωπό μου, ίδρωσα ολόκληρη! Άσχημες συνθήκες αλλά και οι δουλειές δυσεύρετες. Όπως σας είπα δούλεψα μόνο δύο χρόνια κι εκείνα … με έπαιρναν με έδιωχναν, γιατί ό πατέρας μου ήταν «πάνω» (εννοεί "αντάρτης στο βουνό") κι έτσι δεν είχα «καθαρά» μητρώα, δεν είχα το απαραίτητο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Ούτε που με άφησε ο αδερφός μου να πάω στην αστυνομία να το πάρω, γιατί ξέραμε πώς «μεταχειρίζονταν» οι αστυνόμοι τις κοπέλες που πήγαιναν γι΄ αυτό το λόγο στο τμήμα και ούτε που τους έδιναν και το χαρτί, αν ήταν σαν κι εμένα (με συγγενείς "απάνω").
 Κάποιος Τσιακίρης, που ήταν υπάλληλος εκεί στο γραφείο, μας είπε να πάμε στην αστυνομία να βγάλουμε αυτό το περίφημο χαρτί. Εγώ πήγα την άλλη μέρα χωρίς το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων και … πώς είναι η αράδα από δω μέχρι εκεί, με πιάνει από το μανίκι και να με τραβάει πέρα – πέρα και εγώ να κλαίω - μια στάλα ήμουν 13 – 14 χρονών - να κλαίω που με πρόσβαλε έτσι μπροστά σε τόσο κόσμο, που με έδιωχνε και με τραβούσε έτσι…. Δύσκολα χρόνια...

Η κυρά Ευτυχία συγκινημένη δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο, αλλά εμείς πήραμε ήδη μια «γεύση» από κείνα τα χρόνια, όχι μόνο από τις δύσκολες συνθήκες δουλειάς στα μεταξουργεία, αλλά και από τη δυσκολία επιβίωσης μετά από τον εμφύλιο στη χώρα μας. 
Πατσιά Μαρία

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Μεταξεργάτριες θυμούνται... (2)

Η κυρία Μισόπαππα Σταυρούλα είναι σήμερα 73 ετών. Στα νιάτα της (20-24 ετών) εργάστηκε στο μεταξουργείο των αδελφών Τζίβρε. Τη συνέντευξη πήρε ο εγγονός της Μανιάκας Δημήτρης.

·         ''Ποια ήταν η συμπεριφορά των Εβραίων απέναντι στις εργάτριες;''
     Οι Εβραίοι ήταν πάρα πολύ συστηματικοί εργοδότες. Γνώριζαν τη δυσκολία της δουλειάς με αποτέλεσμα να μην γίνονται πιεστικοί. Επίσης, η συνέπεια ήταν ακόμα ένα χάρισμα τους. Πλήρωναν κανονικά τις εργάτριες δίχως καθυστέρηση. Αυτό συνέβαλε στην ομαλή λειτουργία του εργοστασίου. Όλες οι εργάτριες, διακόσιες στον αριθμό, ήταν ικανοποιημένες από την συμπεριφορά των Εβραίων. Αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι ένας μεγάλος αριθμός εργατριών συνταξιοδοτήθηκε από την εργασία στο εργοστάσιο.

·         ''Το κλείσιμο του εργοστασίου και η παρακμή της καλλιέργειας του μεταξιού στο Σουφλί.''
      Ο θάνατος ενός από τα αφεντικά προκάλεσε ''αναστάτωση'' στην ομαλή λειτουργία του εργοστασίου. Στο εργοστάσιο υπήρχαν και άλλα τμήματα όπως Βαφεία, Υφαντουργία κ.ά. όμως αναγκάστηκαν να κλείσουνε. Έπειτα, το εργοστάσιο πέρασε σε χέρια άλλων ιδιοκτήτων οι οποίοι δεν μπορούσαν να βρουν μια ''κοινή γραμμή πλεύσης'' και το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά διότι το σουφλιώτικο μετάξι ήταν ακριβό.
     Η τιμή είναι ανάλογη της ποιότητας έτσι εκείνη την εποχή το σουφλιώτικο μετάξι είχε μια μικρή ιδιαιτερότητα στην τιμή. Η κύρια παραγωγή στο Σουφλί ήταν η εκτροφή μεταξοσκώληκα. Ήταν η μόνη δουλεία στην οποία οι παραγωγοί της πληρώνονταν συστηματικά. Η εκτροφή μεταξοσκώληκα ήταν εξαιρετικά δύσκολη δουλεία. Έπρεπε να διαθέτεις το χώρο για την εκτροφή , υπομονή και μεράκι. Αυτό δικαιολογούσε την αυξημένη τιμή του μεταξιού. Οι έμποροι όμως δεν λογάριαζαν όλα τα παραπάνω και με αυτόν τον τρόπο κατέφυγαν στις εύκολες λύσεις. Το φθηνό αλλά κακής ποιότητας εισερχόμενο μετάξι από την Κίνα, την Βουλγαρία και την Τουρκία αντικατέστησε το τοπικό μετάξι με αποτέλεσμα την εξαφάνιση του μεταξιού στο Σουφλί.

·         ''Οι συνθήκες εργασίας και το ωράριο των εργατριών''
     Ήταν μια υπερβολικά ανθυγιεινή δουλειά. Ο συνδυασμός υγρασίας, ζέστης και ατμού ήταν πολύ επικίνδυνος για την υγεία. Εκείνη την εποχή η έξαρση της φυματίωσης είχε επιφέρει το θάνατο σε πολλές εργάτριες. Θύματα της φυματίωσης δεν ήταν μόνο οι εργάτριες αλλά και ένα κομμάτι από το πληθυσμό του νομού Έβρου.
     Οι γυναίκες οι οποίες έβγαζαν το μετάξι από το κουκούλι είχαν την πιο δύσκολη δουλεία καθώς το κουκούλι ήταν μέσα σε υπερβολικά καυτό νερό, έπρεπε να βουτήξουν το χέρι τους βαθιά μέσα στο καυτό νερό για να πιάσουν το κουκούλι. Αφού το είχαν βγάλει από το νερό και σιγά σιγά έβγαζαν από πάνω του το μετάξι, έπρεπε να το περάσουν στην μηχανή. Για να περάσει το μετάξι στην μηχανή έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός. Αν πλησίαζες το χέρι σου κοντά στα ξυραφάκια της μηχανής κοβόσουν. Έτσι, κομμένο δάχτυλο και καυτό νερό ήταν ένας εφιάλτης.
   Η δουλεία ξεκινούσε στις 7 το πρωί. Στις 6:30 ακουγόταν η "ντούρα". Ακουγόταν ένα βουητό το οποίο σηματοδοτούσε την άφιξη των εργατριών στο εργοστάσιο. Στις 12 το μεσημέρι γινόταν ένα διάλειμμα το οποίο κρατούσε μέχρι τη 1 η ώρα. Τέλος, η δουλειά τελείωνε 5 η ώρα το απόγευμα.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Μεταξεργάτριες θυμούνται...(1)


Η κυρία Ελισάβετ Πιστάλκα εργάστηκε στο μεταξουργείο των αδελφών Τζίβρε από το 1938 μέχρι το 1940. Τη συναντήσαμε και κουβεντιάσαμε μαζί της για κείνα τα χρόνια.

Κυρία Ελισάβετ πόσες ώρες την ημέρα δουλεύατε στο εργοστάσιο, ποιες ήταν οι συνθήκες δουλειάς;

 Το οχτάωρο όπως ξέρετε δεν ίσχυε ακόμα.  Η δουλειά ξεκινούσε από τις 7 το πρωί και τέλειωνε στις 7 το βράδυ το χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι ήταν από τις 6 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα. Το μεσημέρι είχαμε μια ώρα διάλειμμα για φαγητό. Τι φαγητό δηλαδή, με τη φτώχεια που είχαμε το γεύμα μας ήταν "σπαρτιάτικο". Το πρωί, 5 λεπτά πριν αρχίσουμε, ακουγόταν η περίφημη σφυρίχτρα (η καμινάδα είχε ένα μοτοράκι μέσα που σφύριζε), ώστε να είναι έτοιμοι οι εργαζόμενοι να μπούν μέσα στο εργοστάσιο και να πιάσουν δουλειά. Όποιος αργούσε δεν έμπαινε μέσα κι έχανε έτσι το μεροκάματο.
   Μέσα στο εργοστάσιο τα πράματα ήταν πολύ αυστηρά. Δεν επιτρεπόταν η συνομιλία μεταξύ των εργατών ή η μετακίνηση τους. Υπήρχε ένας επικεφαλής, κάποιος Νικόλαος, που ήταν ο «ντελεκτόρ» (επιστάτης), ο οποίος επέβλεπε τους εργαζόμενους. Αν έπιανε κάποιον να μιλά ή να μετακινείται του έκανε παρατήρηση. Στη δεύτερη φορά που θα τον έπιανε τον έδιωχνε για μια βδομάδα. Υπήρχε πολλή βρωμιά. Οι ατμοί που έβγαιναν από το βραστό νερό όπου βουτούσαμε τα κουκούλια είχαν πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, κι η υγρασία ήταν πολύ ενοχλητική. Η καμινάδα που είδατε στην αυλή του εργοστασίου φτιάχτηκε από Ιταλούς για να απορροφά λέει (με σωλήνες που κατέληγαν σ’ αυτήν) τη μυρωδιά. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Ούτε το 40% των οσμών έπαιρνε.

Το μεροκάματο ήταν τουλάχιστον ικανοποιητικό; Υπήρχε διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών;

 Τα χρήματα δεν ήταν πολλά. Παίρναμε 5 με 10 δραχμές τη μέρα. Οι άντρες, ναι, έπαιρναν περισσότερα. Στο εργοστάσιο δούλευαν κυρίως γυναίκες. Οι άντρες έκαναν τη μεταφορά των κουκουλιών ή του μεταξιού, όλα τα άλλα τα έκαναν οι γυναίκες. Πάντως και στο θέμα της αυστηρότητας τα πράματα ήταν καλύτερα για τους άντρες, τους μεταχειρίζονταν πιο καλά.

Ακούσαμε ότι υπήρχαν πολλά κρούσματα φυματίωσης ανάμεσα στις μεταξεργάτριες. Αληθεύει; και αν ναι πού το αποδίδετε;

 Είναι αλήθεια. Νεότατες κοπέλες αρρώσταιναν από φυματίωση και συχνά πέθαιναν. Έφταιγε η πολλή υγρασία, οι μυρωδιές, το χειμώνα μετά από 12 ώρες πάνω από μια λεκάνη με καυτό νερό βγαίναμε κατευθείαν στο κρύο κι αυτό δεν ήταν ότι καλύτερο για την υγεία μας. Ύστερα και η διατροφή μας δεν ήταν καλή. Με λίγο ψωμοτύρι και σκόρδο ή ελιές τι να αντέξεις; Αλλά και ποιος είχε τότε τα λεφτά για να τρέφεται καλύτερα; Ευτυχώς σήμερα δεν δουλεύει πια ο κόσμος έτσι.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Το περιστατικό με τα εγκαύματα...

Η εργασία στα μεταξουργεία ήταν ακόμη πιο δύσκολη για τα παιδιά που δούλευαν σ' αυτά. Η μικρή Βασιλιώ (αδερφή του Νεόφυτου) φέρνει μια μέρα στο εργοστάσιο όπου δουλεύει την αυτοσχέδια κούκλα της. Τα όσα συνέβησαν στη συνέχεια τής άφησαν πληγές κυριολεκτικά και μεταφορικά:

      Το περιστατικό με τα εγκαύματα έγινε λίγο αργότερα, τον Ιούλιο. ... Κείνη τη μέρα είχα φέρει μαζί μου μια κουκλίτσα που μόλις είχα φτιάξει μόνη μου. Ήταν μια τρυφερή μελιτζανούλα που της είχα βάλει μάτια από αρακά , μια φετούλα σφιχτή κι ολοκόκκινη ντομάτα για χείλη, δυο ξυλάκια για χέρια και ρούχο από τις χοντρές ίνες μετάξι που πετούσαν για άχρηστες οι τεχνίτρες.
      Δεν την είχα χορτάσει τη Μελιτζανούλα μου κι ήθελα λίγο να παίξω μαζί της, να τη χαϊδέψω και να της πω να μην παραπονιέται με τη ζέστα και μου μαραθεί, γιατί μόλις θα σκολνούσαμε θα την πήγαινα περίπατο στο ποτάμι, να την κολυμπήσω να δροσιστεί. Έλα όμως που πάνω στις τρυφερότητές μας, βγήκε μπροστά μου τ’ αφεντικό. 
        Στη ζωή μου δεν είδα άνθρωπο πιο θυμωμένο. Οι αγριοφωνάρες και οι απειλές του με κάναν τόσο να σκιαχτώ, που κατουρήθηκα. Και να ήταν μόνο οι αγριοφωνάρες. Μέσα στη λύσσα του αρπάζει τη Μελιτζανούλα μου, την ποδοπατάει και την κάνει λιώμα. Κι ως δεν ξεθύμανε ούτε μ’ αυτό, αρπάζει μια δέσμη ζεματιστό μετάξι και μου την περνάει στο λαιμό. Λαχτάρησα από τον πόνο κι ένιωσα σαν να καιγόμουνα μέσα σε φλόγες. Ο λαιμός μου φουσκάλιασε και πλήγιασε. Και πριν συνέλθω, κάτι άλλο όρμησε απ’ τα κατάβαθα της ψυχής μου, η ταπείνωση, και μ’ έκανε να πάρω δρόμο και τρέχοντας να κλαίω και να σπαράζω ως να φτάσω στη μάνα μου.
 "Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 259-260

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Θαρρούσες πως ζούσες εφιάλτη...

Οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια του μεταξιού ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Ακόμη και μικρά παιδιά εργάζονταν εκεί καθώς "και οι πενταροδεκάρες λογαριάζονταν κι αυτές". Η Βασιλιώ, η πιο μικρή αδερφή του Νεόφυτου, αναφέρει:

"Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι...Στο τμήμα που δούλευα βράζαν τα καζάνια του κουκουλιού κι ήταν σωστή κόλαση με τον ατμό και δυσκόλευες και ν’ ανασάνεις και να δεις το διπλανό σου. Μια καυτή ομίχλη σε κύκλωνε. Θαρρούσες πως ζούσες εφιάλτη" (Τα παιδιά του Σπάρτακου σ. 258-9)

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Εικόνες του χθες: Εργοστάσιο Τζίβρε (2)

    Κάθε αυγή οι κοπέλες του χωριού και μαζί και οι πέντε αδερφές του Νεόφυτου, ακόμα και η πιο μικρή η Βασιλιώ, ξυπνούσανε πριν φέξει, βάζανε τα τσοκαράκια τους και τρέχανε στα δυο εργοστάσια μεταξιού....
    Ο Νεόφυτος άκουγε εντυπωσιασμένος το χτύπο που κάναν τα τσοκαράκια στα καλντερίμια και πετάριζε η καρδιά του....
    Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι
(αποσπάσματα από "Τα παιδιά του Σπάρτακου")

Το κασόνι και τα τσοκαράκια της Βασιλιώς .... (φώτο: Δαμασκηνίδου Α.)

Εικόνες του χθες: Εργοστάσιο Τζίβρε (1)

Το εργοστάσιο μετάξης των αδερφών Τζίβρε, χτισμένο από Ιταλούς το 1910, αποτελεί "σήμα κατατεθέν" για το Σουφλί (για περισσότερες πληροφορίες για τα μεταξουργεία του Σουφλίου πατήστε εδώ). Οι μηχανές του σταμάτησαν να δουλεύουν πριν μισό αιώνα. Στα χέρια του Δήμου πλέον τα κτήρια του μεταξουργείου περιμένουν υπομονετικά την αξιοποίησή τους (σχεδιάζεται να αναστηλωθούν σε τεχνολογικό μουσείο και πολύκεντρο).... 
Φώτο: Δαμασκηνίδου Αγγελική

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Τα μεταξουργεία

Κάθε αυγή οι κοπέλες του χωριού και μαζί και οι πέντε αδερφές του Νεόφυτου, ακόμα και η πιο μικρή η Βασιλιώ, ξυπνούσανε πριν φέξει, βάζανε τα τσοκαράκια τους και τρέχανε στα δυο εργοστάσια μεταξιού. Ρολόγια δεν είχανε και περιμέναν να γκαρίξουνε τα γκατζόλια, για να βάλουν τα τσοκαράκια τους και να κινήσουν μέσα στη νύχτα για τη δουλειά.                                                  
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 75

Οι πρώτες βιοτεχνικές μονάδες παρουσιάζονται το 1870, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα χτίζονται οργανωμένα εργοστάσια που απασχολούν αρκετές εργάτριες-εργάτες. Τέτοια εργοστάσια ήταν:
- Το μεταξουργείο των αδελφών Αζαρία –Πάπο, που ιδρύθηκε το 1903 με 84 χειροκίνητες λεκάνες και απασχολούσε περίπου 150 άτομα.
Το εργοστάσιο των αδερφών Τζίβρε σήμερα (φώτο: Δαμασκηνίδου Α.)
- Το 1909 ο εμπορικός οίκος του Μιλάνου «Ceriano Fratelli», ιδρύει το δεύτερο αναπηνιστήριο μεταξιού δυναμικότητας 40 ατμοκίνητων λεκανών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις του εργοστασίου αυτού αναπτύσσονται σ’ ένα οικόπεδο 10.500 τ.μ. Αποτελείται από 13 κτίσματα, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι η τριώροφη αποθήκη κουκουλιών, το ξηραντήριο (το χώρο απόπνιξης των κουκουλιών σε ειδικούς φούρνους), το υφαντήριο και κλωστήριο, το μεταξουργείο-αναπηνιστήριο και χώρους μηχανοστασίου και λέβητα. Το 1920 οι Μποχώρ και Ελιέζερ Τζίβρε, Εβραίοι έμποροι κουκουλιών από το Διδ/χο, αγοράζουν το εργοστάσιο του «Ceriano Fratelli» και του προσθέτουν 54 χειροκίνητες λεκάνες. Παράλληλα, νοικιάζουν και το μεταξουργείο των Αζαρία-Πάπο.
- Ο Π. Χατζησάββας, πρόσφυγας από την Προύσα, το 1925 ιδρύει το τρίτο μεταξουργείο (το λεγόμενο "φαβρικούδι") με δυναμικότητα 28 λεκανών.
Το 1930 οι Τζίβρε εκμισθώνουν και το εργοστάσιο του Χατζησάββα κι έτσι όλη η μεταξουργία του Σουφλίου περνάει κάτω από τον έλεγχο της οικογένειας αυτής. Τέλος στις 1- 4- 1933 η Ο.Ε. Μποχώρ και Ελιέζερ μετατρέπεται σε Α.Ε. με την επωνυμία «Ευτέρπη».Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το 1940, κλείνει το εργοστάσιο των Τζίβρε για να ξαναλειτουργήσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι το 1963 που κλείνει οριστικά.

Πηγή: "Οι περιπέτειες του μεταξοσκώληκα στην πόλη του μεταξιού" 
Έκδοση Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Σουφλίου

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

«Το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το ξετάσει»

Από τη Βυζαντινή εποχή αναπτύχθηκε στη Θράκη η μεταξουργία. Στην Τουρκοκρατία η Πόλη ενίσχυε όσους φύτευαν μουριές. Έτσι σε πολλά μέρη (Γανόχωρα, Σουφλί, Διδυμότειχο, περιφέρεια Αδριανούπολης κλπ.) οι κάτοικοι από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο καταγίνονταν με την κουκουλοπαραγωγή. Η βιοτεχνία μεταξιού απασχολούσε επίσης άντρες και γυναίκες:
Μεταξωτό ΄ναι το πανί, μεταξωτό το χτένι, 
μεταξωτή κι η κοπελιά που κάθεται και ΄φαίνει!

Η συντεχνία των Μεταξουργών  ("μαντζιληκτσήδων") στην Ανδριανούπολη ήταν πλούσια. Γιόρταζε στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας. 
Ενδιαφέρουσα είναι η παρακάτω εγγραφή σε κώδικα της Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως: 
Τω 1830 Δεκεμβρίου α΄ από το συνάφειον των Μεταξουργών κατέθετο γρόσια 700 επί συμφωνία ίνα δίδωνται παρά του ταμείου της Ιεράς εκκλησίας Μητροπόλεως λόγω τόκου εις την πανήγυριν την τελουμένην τη 23η Αυγούστου (τη αποδόσει της εορτής της Κοιμήσεως της υπεραγίας Θεοτόκου) τα απαιτούμενα κηρία, το δικαίωμα των 10 γρόσια της προσκλήσεως του Αρχιερέως, των ιερέων, διακόνων, ψαλτών και κανδηλαπτών. ... Ίνα μη επέρχεται ζημία τις εις το ταμείον της εκκλησίας.

Από τις παροιμίες μνημονεύεται η επόμενη:
Το χέρι του κουκούλια δε βάφει (για όποιον έχει «βαρύ» χέρι).

Πηγή: Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη 1685-1920 (εκδ. Πιτσιλός, 1985)
(από σημείωσεις της ιστορικού κ. Κορομηλά Μαριάννας, την οποία και ευχαριστούμε...) 
Επιμέλεια: Παδαλή Αμέτ Σουκράν

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Τα κουκουλόσπιτα ("μπιτζικλίκια")


     Στο Σουφλί, ιστορικό κέντρο της σηροτροφίας και της μεταξουργίας, η κατοικία σχετίζεται άμεσα με την οικονομία του μεταξιού.
     Από στοιχεία που παρουσιάστηκαν προσφάτως, το Σουφλί εμφανίζεται ήδη από το β΄ μισό του 16ου αιώνα με βαθμιαία αυξανόμενο πληθυσμό που φθάνει τα 91 φορολογήσιμα, χριστιανικά νοικοκυριά στα 1627 και με ονόματα Σοφουλού και Σοφουλάρ και πιθανό πρώτο όνομα του οικισμού, το Γενί-κιοϊ, ήτοι Νεοχώρι. Το τελευταίο υπαινίσσεται τη δημιουργία του οικισμού κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα με το συνδυασμό έλευσης χριστιανικών πληθυσμών από τη νότια Βαλκανική με την μετοίκηση και το συνοικισμό προϋφιστάμενων στη θέση οικισμών.
     Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, με την υπέρβαση της μικρής οικοτεχνικής κλίμακας, την κάθετη αύξηση της παράγωγης και την οριζόντιά της εξάπλωση, αρχίζουν να δημιουργούνται τα πρώτα μεγάλα, διώροφα ή και τα τριώροφα, «εργοστασιακού» χαρακτήρα κτίρια, τα «μπιτζικλίκια», τα οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων στεγάζουν ταυτοχρόνως την οικονομική δραστηριότητα και την κατοικία, καθώς η παραγωγή παραμένει οικοτεχνική. Από την άλλη, η δομή και η αρχιτεκτονική των κτιρίων γίνονται «εργοστασιακές» υπό την επιρροή της βιομηχανίας της εποχής.
     Πρόκειται για μεγάλα, ορθογώνια συνήθως ή πιο ακανόνιστα κτίρια (συχνά λόγω των περιορισμών των χρεώσεων γης). Τα υλικά και η κατασκευή πλέον είναι «μοντέρνα», φανερώνοντας την είσοδο στην νέα εποχή, αλλά και τη σχεδίαση, πλέον, από μηχανικό.


ΠΗΓΗ: «Κοινή Αρχιτεκτονική Κληρονομιά στη Θράκη»
φώτο: Μπεϊλάκης Χαράλαμπος

Επιμέλεια: Πασχάλης Μακρής

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Όταν τρώνε ακούς σαν βροχή

Ο κυρ Ανέστης, πατέρας του Νεόφυτου, δεν μπορεί να χωρέσει στο απλοϊκό κεφάλι του τα βάσανα που του στερήσανε την πατρίδα του και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του. Σύμφωνα με το κείμενο:

     Βουίζανε όλα, παλιά και καινούργια, μέσα στο γερασμένο κεφάλι του σαν το σκουλήκι του κουκουλιού όταν τραγανίζει τα φύλλα της μουριάς, που λες κι ακούς ψιχάλα μονότονη. Μα αν τα μαμούνια του κουκουλιού τρώνε της μουριάς τα φύλλα, δίνανε νήμα μεταξένιο. Τι να δώσει ο δικός του νους σε κείνους που θα πιάσουνε το νήμα της ζωής του, να βρούνε άκρη;
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 86


Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Η σηροτροφία

Η σηροτροφία (εκτροφή του μεταξοσκώληκα για παραγωγή μεταξιού) αποτελούσε για τους Σουφλιώτες μια οικεία παραγωγική απασχόληση. Η δύσκολη και απαιτητική διαδικασία της εκτροφής του μεταξοσκώληκα περιγράφεται αδρομερώς στις σημειώσεις που κρατούσε η Διδώ Σωτηρίου από αφηγήσεις γυναικών του Σουφλίου. Όπως σημειώνει η επιμελήτρια του μυθιστορήματος κ. Ε. Σταυροπούλου: "οι πληροφορίες της (ενν. της Δ. Σωτηρίου) είναι σωστές και συντελούν στην αποτύπωση του χώρου και της ζωής αυτών των εργαζόμενων στο μυθιστόρημά της". 
 ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 295-7)

     Σπόρος κουκουλιού. Τον παίρνουν οι κουκουλοσποράδες τον επεξεργάζονται.
Ύστερα ένα χειμώνα στο ψυγείο. Όταν έρθει ο Απρίλης 22-23 ή και Μάρτη ανάλογα με τον καιρό τα βγάζουν τα κουτιά από το ψυγείο σε δροσερό μέρος. Όταν σκάζουν οι βέργες και μπουμπουκιάζουν, τα βάζουν σε γούνα (μέσα σε μαντιλάκι. Τώρα σε εκκολαπτήρα) με θερμόμετρο τα παρακολουθείς σε θερμοκρασία 20-21. Τα μαζεύεις, είναι σαν μυρμήγκια. Βάζεις το μαντιλάκι πάνω σε τούλι και πάνω σε φυλλαράκια. (Όταν τρώνε ακούς σαν βροχή)

     Μετά 6 μέρες σταματάνε για 48 ώρες το φαΐ και αλλάζουν το δέρμα τους (πρώτος ύπνος). Ύστερα πάλι τρώνε άλλες 6 μέρες, κοιμούνται 48 ώρες δεύτερο ύπνο που λέγεται «πατιρντούδι». Χρειάζονται κρεβάτια, βγαίνουν. Μετά 6 μέρες πάλι το μεγάλο πατιρντί. Καίνε σόμπες, το θερμόμετρο πάλι 20 βαθμούς. Τώρα κιτρινίζει. Το φύλλο που έφαγε 20 με 22 μέρες γίνεται μετάξι. Του βάζουν κλαδί (ειδικό δέντρο) ή πουρνάρι. Εκεί πάνω ανεβαίνει και κάνει τις φούσκες. Θέλει 48 ώρες να κάνει φούσκα. Ο σηροτρόφος 40 μέρες δε βγαίνει απ’ το σπίτι του ούτε τρώει, συνέχεια κουβαλάει φύλλα μουριάς. Μάης Ιούνη 40 μέρες μικροί μεγάλοι κόβουν φύλλα μουριάς. Εκατομμύρια σκουλήκια τρώνε με ήχους. Όταν γίνει το κουκούλι πρέπει να το πουλήσει σε λίγες μέρες, πρέπει να ψηθεί και έχει φύρα.

Άμα ξεκλαδιάσεις πρέπει να το πουλήσεις.
Οι μαστόρισσες κάθονται στην ανέμη (μαντζιλίκι) με ατμό.
Κάθε ανέμη βγάζει μετάξι από 400-600 γραμμάρια.
Κάθε εργάτρια πρέπει να βγάζει 1400 γραμμάρια τη μέρα
Το γκεβγκίρι (=εργαλείο σαν τηγάνι που βγάζει το ψημένο κουκούλι) παίρνεις κουκούλι και φριζόνι (=πρώτο μετάξι ακάθαρτο) και τα βάζεις στο νταβά της μαστόρισσας που έχει βραστό νερό. Εκείνη τινάζει και βγάζει καθαρό μετάξι.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Το Σουφλί και το μετάξι

Το Σουφλί στις αρχές του περασμένου αιώνα αποτελούσε το διοικητικό κέντρο μιας πλούσιας περιοχής με 60.000 κατοίκους, η οποία εκτεινόταν και από τις δυο πλευρές του ποταμού Έβρου. Η σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση και η ανυπαρξία πλησιέστερων πόλεων είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της πόλης σε σημαντικό εμπορικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής με 80 χωριά. Το 1908 ο πληθυσμός του Σουφλίου ανερχόταν στους 12.000-13.000 κατοίκους!
Καθάρισμα κουκουλιών

Παράλληλα με την πληθυσμιακή παρατηρήθηκε πνευματική, πολιτιστική αλλά και οικονομική ανάπτυξη. Κτίστηκαν εργοστάσια μεταξουργίας και καροποιίας με αποτέλεσμα στο Σουφλί να δημιουργηθεί ανθούσα βιοτεχνία. Ο μοχλός όμως της οικονομικής ανάπτυξης ήταν η σηροτροφία. Το 1911 η συνολική παραγωγή χλωρών κουκουλιών στο Βιλαέτι της Αδριανουπόλεως έφτασε τις 1620 χιλιάδες κιλά. Το Σουφλί συμμετείχε με 850 χιλ. κιλά κάτι παραπάνω δηλαδή από το 50% του συνόλου. Αποτέλεσμα ήταν να λειτουργούν μεταξουργεία και πολλές βιοτεχνίες επεξεργασίας των προϊόντων του μεταξιού οικογενειακής μορφής. Τούτο σε συνδυασμό με τις ικανοποιητικές τιμές στα προϊόντα του κουκουλιού καθορίζει και προσδιορίζει την οικονομική άνθιση και ευρωστία της πόλης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
"Σουφλίου Εγκώμιον"  του Μ. Πατέλη
Διηγήσεις ηλικιωμένων Σουφλιωτών
Επιμέλεια: Τσιομπανούδη Αλίκη


Η μεταξένια πολιτεία

Το Σουφλί συνδέθηκε αναπόσπαστα με το μετάξι. Η παραγωγή και η επεξεργασία (σηροτροφία, μεταξουργία) του πολύτιμου αυτού υλικού αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη της πόλης στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το μετάξι δε θα μπορούσε να λείπει και από τις σελίδες "Των παιδιών του Σπάρτακου" της Διδώς Σωτηρίου.

Η μητέρα του Νεόφυτου (πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα) και οι αδερφές του δουλεύουν στα μεταξουργεία του Σουφλίου:
      Κάθε αυγή οι κοπέλες του χωριού και μαζί και οι πέντε αδερφές του Νεόφυτου, ακόμα και η πιο μικρή η Βασιλιώ, ξυπνούσανε πριν φέξει, βάζανε τα τσοκαράκια τους και τρέχανε στα δυο εργοστάσια μεταξιού. Ρολόγια δεν είχανε και περιμέναν να γκαρίξουνε τα γκατζόλια, για να βάλουν τα τσοκαράκια τους και να κινήσουν μέσα στη νύχτα για τη δουλειά.
      Ο Νεόφυτος άκουγε εντυπωσιασμένος το χτύπο που κάναν τα τσοκαράκια στα καλντερίμια και πετάριζε η καρδιά του. "Νά τους! Νά τους ου στρατός τ' Σπάρτακου..."
Τα παιδιά του Σπάρτακου σ. 75
Στο παρακάτω απόσπασμα αφηγείται η Βασιλιώ:
       Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι. Ωστόσο πρέπει πως θα τα κατάφερνα, για να με κρατάει το αφεντικό και να πλερώνει εκείνο το τιποτένιο έστω μεροκάματο.Ήμασταν βλέπετε μεγάλη και φτωχή φαμέλια και οι πενταροδεκάρες λογαριάζονταν κι αυτές.
         Ξύπναγα πριν χαράξει η μέρα, όπως οι μεγάλοι, και με το πρώτο γκάρισμα του γαϊδάρου φορούσα τα τσοκαράκια κι έπαιρνα κι εγώ το μακρύ δρόμο που έφερνε στο εργοστάσιο. Μια φορά, θυμάμαι, ήταν Γενάρης και το γκατζόλι μας, άγνωστο γιατί, γκάριξε μέσα στο μεσονύχτι. Ρολόι δεν είχαμε κι από φόβο μην αργήσω, πήρα το δρόμο τρεχάλα όλο δέος, γιατί δε συνάντησα ψυχή, παρεκτός το άγριο σκοτάδι και το ξεροβόρι. Ο επιστάτης με πρόγκηξε που τον αγουροξύπνησα και μ' έστειλε όχι μονάχα στο διάλο, μα και να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου για να 'ρθω την πρέπουσα ώρα. 
Τα παιδιά του Σπάρτακου σ.258-9


Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (3)

Στις 3 Μαΐου η ομάδα μας είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον κ. Στέφανο Στεφάνου, Σουφλιώτη που ζει και εργάζεται (ακόμα, παρά τα 85 χρόνια του) στην Αθήνα, ως επιμελητής εκδόσεων στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και στο Μορφωτικό Ίδρυμά της. Στην προσπάθειά μας να «ξεσκονίσουμε» το παρελθόν του Σουφλίου, ζητήσαμε από τον κύριο Στέφανο Στεφάνου να μοιραστεί μαζί μας τις εμπειρίες και τις μνήμες του.

     Σύμφωνα με όσα μας είπε, η θέση του Σουφλίου συντέλεσε ώστε να είναι μια περιοχή πολυπαθής. Βρισκόταν κοντά στην «καρδιά» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, και έτσι δοκίμαζε πρώτη τη μανία όλων των υποψηφίων πορθητών.
    Αλλά και κατά την Οθωμανική εποχή, ήταν αυτή που υφίστατο πρώτη την εκδικητικότητα των Τούρκων για οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα ξεσπούσε.
     Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η ευρύτερη περιοχή της Θράκης αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Βουλγάρους ενώ δεν ήταν λίγες η φορές που αυτή αποκόπηκε τελείως από τον υπόλοιπο κορμό της Ελλάδας.
     Με την Μικρασιατική καταστροφή και τη μεταφορά των συνόρων στον Έβρο ποταμό αξιοσημείωτες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης που άλλοτε ανήκαν σε Σουφλιώτες περνούν στα χέρια των Τούρκων.
      Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί ερημώνουν το Σουφλί, ενώ το λεγόμενο «αντάρτικο» διατήρησε διχασμένους τους Σουφλιώτες για πολύ καιρό.
      Όπως και ο ίδιος μας είπε, δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων του Σουφλίου από έγκυρες πηγές. Η μοναδική γραπτή πηγή είναι τα απομνημονεύματα του κ. Σεϊτανίδη. Σύμφωνα με το κ. Στεφάνου, όμως, το έργο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ιστορική πηγή καθώς προβάλλει τα πράγματα με μονομέρεια, αποσιωπά γεγονότα και καταστάσεις και δίνει μια εντελώς αλλοιωμένη εικόνα των ιστορικών συνθηκών.
 Αραμπατζής Σταύρος
 

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (2)



Την Πέμπτη 3-5-12 είχαμε την τιμή να επισκεφτεί το σχολείο μας ο κύριος Στέφανος Στεφάνου. Ο κύριος Στέφανος γεννημένος και μεγαλωμένος στο Σουφλί πριν από ογδόντα έξι χρόνια, είχε την ευγενή καλοσύνη να μας μιλήσει για τις προσωπικές του εμπειρίες και να μεταλαμπαδεύσει σε μας τις αστείρευτες γνώσεις του. Όντας πανέξυπνος, αλλά και αναφέροντας μας όλες τις σχετικές λεπτομέρειες, μας έδωσε μια πολύ ζωντανή εικόνα για το Σουφλί του χθες. Όσον αφορά την κοινωνική και καθημερινή ζωή των Σουφλιωτών, θέλησε να μας ενημερώσει για τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειών, των γειτονιών, των καθηγητών-μαθητών μα και των Σουφλιωτών με τους Εβραίους . Ανέφερε ακόμη για τον πληθυσμό του τόπου του και για τους λιγοστούς πρόσφυγες σ' αυτόν. 

     Ξεκινώντας λοιπόν μας μίλησε για την θέση της γυναίκας και του άντρα μεσα στην οικογένεια. Κατά γράμμα μας είπε: «Υπήρχε μια διακριτική διαχείριση απέναντι στο γυναίκειο φύλο. Σε άλλα χωριά αν δεν καθόταν ο άντρας στο τραπέζι να φάει, η γυναίκα δεν έτρωγε. Ενώ εδώ, απ’ την στιγμή της ύπαρξης μου δεν συνέβαινε αυτό .Οι γυναίκες ήταν εξαρτημένες παρόλα αυτά και δούλευαν για την προίκα τους, γιατί ο πατέρας τους δεν μπορούσε πάντα να τις προικίσει. Στο γυμνάσιο, μια χρονιά η υπέροχη των κοριτσιών ήταν επανάσταση. Οι γυναίκες δεν έμπαιναν στην ιατρική ή την νομική και δεχόταν προσβολές μάλιστα όποια το τολμούσε. Στις οικογένειες επικρατούσε πατριαρχικό καθεστώς και σε μερικές περιπτώσεις οι δυναμικές γυναίκες, σαν την μανά μου, έφερναν πλαγίως αυτό που ήθελαν να κάνουν. Απέναντι στα παιδιά όμως ήταν πιο σκληροί . Αφού να φανταστείτε όταν πήγαιναν στο στρατό τα αγόρια ήταν τρεις μέρες μεθυσμένοι από χαρά γιατί θα γλίτωναν απ’ την εξουσία του πατέρα τους. Ένιωθαν ότι από εκείνη την στιγμή θα έπαιρναν την ζωή στα χέρια τους. Γενικά λόγω των αναγκών η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη!».
Τσακαλδήμη Ελένη