Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Η Γκίμπρενα

Από καιρό οι προεστοί μπάσανε κρυφά τρακόσους τόσους γκράδες και τους παραχώσανε για την άγια ώρα του ξεσηκωμού. Οι Σουφλιώτες άρχισαν να βγαίνουν αντάρτες στο κλαρί. Λημεριάσανε κατά τις κορφές της Γκίμπρενας, κοντά στο θεό. ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 66) 

Ο Λόφος της Γκίμπρενας ή Γκίμπερνας, ή Γκιούμπρας βρίσκεται κοντά στο χωριό Δαδιά και απέχει 8 χλμ. από το Σουφλί. Έχει υψόμετρο 450 μ. περίπου. Οι ιστορικοί μας λένε ότι τα ερείπια που σώζονται πάνω στην κορυφή της Γκίμπρενας αποτελούσαν τμήματα βυζαντινού κάστρου, χτισμένο από τον Ιουστινιανό (το φρούριο Ισγίπερα κατά τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο), το οποίο χρησίμευε ως οχυρό για την προστασία της Εγνατίας Οδού από τους βόρειους επιδρομείς. 
Πολλοί θρύλοι καθώς και δημοτικά τραγούδια αναφέρονται σ’ αυτό το βουνό που η αρχή τους πρέπει να αναζητηθεί στους υστεροβυζαντινούς χρόνους και στην 4η Σταυροφορία.
“Στην κατακαημένη τη Γκιούμπρα
πάει ου Τούρκους, πάει ου Φράγκους…”.
Από την εποχή αυτής και πιθανόν λόγω τη ύπαρξης του κάστρου της Γκίμπρενας, έχει βγει ο θρύλος, ότι τα χωριά που βρίσκονται “στον κόρφο της Γκίμπρενας”, δεν πρόκειται να πάθουν κακό από φυσικές ή πολεμικές καταστροφές. 
Η Λαμπρινή (σημ. μετά την ήττα των Σουφλιωτών στο Μαγγάζι) έβαλε την ψυχομάνα της πάνω στη φοράδα, της έδωσε και το μωρό, της φόρτωσε όσα ζεμπίλια είχανε με τροφές και ρούχα και ήσυχα και στρωτά πήρε την ανηφόρα που έφερνε στα ορεινά χωριά της Γκίμπρενας. Θυμήθηκε το λόγο των γερόντων: "Όσοι βρίσκουνται στα β΄νά της Γκίμπρινας φόβου δεν έχ'νι κανεί..." ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 69) 
 Επιμέλεια: Μπουγατζέλη Δήμητρα

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Οι ¨γκράδες"

Από καιρό οι προεστοί (του Σουφλίου) μπάσανε κρυφά τρακόσους τόσους γκράδες και τους παραχώσανε για την άγια ώρα του ξεσηκωμού ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 66)


Ποιοι ήταν λοιπόν οι περίφημοι "γκράδες", τα τουφέκια των απελευθερωτικών αγώνων. Πληροφορούμαστε από την Βικιπαίδεια:

Το τυφέκιο Γκρα (από το όνομα του Γάλλου κατασκευαστή του Gras), γαλλικού υποδείγματος 1874, αποτέλεσε κύριο όπλο τόσο του γαλλικού όσο και του ελληνικού στρατού στον οποίο παρέμεινε σε υπηρεσία μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα λόγω της εκταταμένης χρήσης του σε διάφορα πολεμικά γεγονότα και στα χέρια διαφόρων ενόπλων ομάδων και σχηματισμών, απέκτησε τη σημασία του παλαιού κλασσικού όπλου των απελευθερωτικών αγώνων.

Βαλκανικοί πόλεμοι και Σουφλί: τα προμηνύματα της λευτεριάς

ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΕΚΔΙΩΚΟΥΝ ΤΙΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΟΥΦΛΙ
Στο μεταξύ (1912), τα συμμαχικά στρατεύματα κατόρθωσαν να αποκόψουν τα τουρκικά στρατεύματα της Δυτικής Μακεδονίας και Θράκης με τις επιθέσεις τους και να πολιορκήσουν την Αδριανούπολη, έτσι ώστε το Διδυμότειχο και το Σουφλί να βρεθούν μόνο με τις τουρκικές αρχές χωρίς να περιμένουν βοήθεια από πουθενά. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση οι Τούρκοι φυλακίζουν αρκετούς Σουφλιώτες πρόκριτους, με σκοπό να τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, γιατί οι αντάρτες εν τω μεταξύ είχαν ανατινάξει και τη γέφυρα της Μάνδρας. Οι αντάρτες είχαν καταλάβει όλες τις διόδους του Σουφλίου. Οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Σουφλί και να περάσουν πέρα από τον Έβρο στο τουρκικό χωριό Εντέ-Κιόϊ, για να σωθούν.

Στο βιβλίο της Δ. Σωτηρίου διαβάζουμε για τα γεγονότα αυτά:
Όταν ακούστηκε πως συμμαχικός στρατός πολεμούσε στο Δεδέαγατς κι αποκόπηκε το Σουφλί και το Διδυμότειχο, οι ντόπιοι Τούρκοι πήρανε τις φαμίλιες τους και περάσανε τον Έβρο. Καταφύγανε στην άλλη όχθη, στο Εντέκιοϊ. Αφήκανε μονάχα ένα "τζανταρμά" (σημ.=χωροφύλακα) να κρατάει τους φυλακισμένους. Κι αυτός ήτανε Έλληνας, κι αμέσως παράδωσε τα κλειδιά στους αρχόντους ν΄ ανοίξουνε τις πόρτες, να λευτερώσουνε τους κρατούμενους.
Χαρές και πανηγύρια. Κατεβήκανε απ' τα βουνά οι αντάρτες, σουβλίσανε αρνιά, στήσανε χορούς και γλεντοκόπια, αποξεχάστηκαν στις αγκαλιές των γυναικών τους. Πρόωρες χαρές, γιατί οι τούρκικες φρουρές ήταν ατόφιες στο Δεδέαγατς και στο Διδυμότειχο... ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 66-7) 

 ΠΗΓΕΣ:
α) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως 1919, σ. 362 - 363
β) Από την Αρχαία Ζειρήνια στην Κορνοφωλιά του σήμερα, σ. 68 – 69
γ) http://www.patridamou.gr/?page_id=543, Το Σουφλί στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αραμπατζής Σταύρος

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Βαλκανικοί πόλεμοι και Σουφλί: το αντάρτικο


Στο έργο της η Δ. Σωτηρίου αφιερώνει κάποιες σελίδες στις περιπέτειες των Σουφλιωτών ηρώων της τα χρόνια του πολέμου, έναν αιώνα πριν:

Μα τότες δα αρχίσανε τα κακά προμηνύματα και ξέσπασε ο πόλεμος του ΄12. ... Ο τόπος αγρίεψε. Αγρίεψαν οι άνθρωποι. Γίναν όλα παράλογα, ακατανόητα. (σ. 65)
Οι Σουφλιώτες δεν καταλάβαιναν τα σχέδια και τις βουλές των Μεγάλων Δυνάμεων για τις τύχες του κόσμου. Εκείνοι ξέρανε τι γίνεται στην καρδιά τους, και στην καρδιά τους είχαν κλεισμένοι την Ελλάδα. Αυτήν πονούσαν, αυτή ήταν η μάνα τους, η φαμίλια τους. Αυτής ήθελαν να σταθούνε... "Κιουτσούκ Γιουνάν", "Μικρή Ελλάδα", λέγαν οι Τούρκοι το Σουφλί.
Όταν μαθεύτηκε πως Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι συμμάχησαν και κήρυξαν πόλεμο στον Τούρκο, η καρδιά τους σκίρτησε. Είπαν πως έφτασε η μεγάλη ώρα να ενωθούνε με τη μητέρα πατρίδα. 
Από καιρό οι προεστοί μπάσανε κρυφά τρακόσους τόσους γκράδες και τους παραχώσανε για την άγια ώρα του ξεσηκωμού. Οι Σουφλιώτες άρχισαν να βγαίνουν αντάρτες στο κλαρί. Λημεριάσανε κατά τις κορφές της Γκίμπρενας, κοντά στο θεό. Ήρθανε και δυο Βούλγαροι αξιωματικοί να παρασταθούνε... Άρχισαν να τσιγκλάνε τον Τούρκο, ανατινάζανε γιοφύρια και σιδηροδρομικές γραμμές, στήναν ενέδρες. (σ. 66)

ΤΑ ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΣΟΥΦΛΙΟΥ
Πριν το 1910 στο Σουφλί, όπως και στα υπόλοιπα μέρη του Έβρου, υπήρχε μια μυστική οργάνωση, της οποίας μέλη ήταν διάφοροι πρόκριτοι Σουφλιώτες, όπως οι γιατροί Αθανάσιος Μπρίκας και Παντελής Λεφάκης με επικεφαλής τον Υπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού και γραμματέα, το Γεώργιο Μπρίκα (μετέπειτα βουλευτή και γερουσιαστή) πού συνεργάζονταν με το ελεύθερο κράτος και ιδιαίτερα με τον πρόξενο της Αλεξανδρούπολης. Η μυστική αυτή οργάνωση είχε εισάγει στο Σουφλί και πολλά όπλα (300 περίπου γκράδες). Έτσι τα παλικαριά του Σουφλίου βρέθηκαν οπλισμένα με την κήρυξη του Βαλκανικού πολέμού (1912).

Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΣΤΗ ΓΚΙΜΠΡΕΝΑ και ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ
Το Σουφλί είναι καθ’ όλα έτοιμο πια, ύστερα από τις προετοιμασίες που είδαμε παραπάνω, να πάρει μέρος στον πόλεμο. Ένα σώμα αντάρτικο από 150 παλληκάρια, οπλισμένα καλά με τους γκράδες που ξέθαβαν, από όπου τους είχαν θαμμένους και με αρχηγούς μερικούς Σουφλιώτες λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, έσπευσε αμέσως με την κήρυξη του πολέμου να στήσει τα λημέρια του στη Γκίμπρενα, μια βουνοκορφή οχτώ χιλιόμετρα από το Σουφλί. Με ορμητήριο την απρόσιτη αυτή βουνοκορφή, από την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου άρχισαν να παρενοχλούν τους Τούρκους. Πρώτη τους δουλειά ήταν να ανατινάξουν τη σιδηροδρομική γέφυρα, στη θέση «Μαγκάζ» για να κόψουν τη συγκοινωνία με το Δεδέ-Αγάτς (Αλεξανδρούπολη). Η τοποθεσία Μαγκάζ βρίσκεται έξι χιλιόμετρα νότια του Σουφλίου, ανάμεσα στα χωριά Λυκόφη και Κορνοφωλιά.
 
ΠΗΓΕΣ:
α) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Νεώτερος Ελληνισμός από το 1881 ως 1919, σ. 362 - 363
β) Από την Αρχαία Ζειρήνια στην Κορνοφωλιά του σήμερα, σ. 68 – 69
γ) http://www.patridamou.gr/?page_id=543, Το Σουφλί στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αραμπατζής Σταύρος

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912-1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελικό διαμοιρασμό των εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας) από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά κατακτήσει. Έληξαν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/7/1913).

(περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην Βικιπαίδεια)

Χάρτης με τις μεταβολές των συνόρων κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (η πράσινη γραμμή δείχνει τα αρχικά οθωμανικά όρια).



Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Και τα (μεγάλα) παιδία παίζει!

Αναμετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα στο Σουφλί στη δεκαετία του 1920 με τη διάλεκτο της εποχής...Καταγραφή ενός λεκτικού ιδιώματος που κάθε μέρα και πιο πολύ πλησιάζει προς το κατώφλι της λήθης...
Το βιντεάκι φτιαγμένο με μεράκι από τον κ. Φυλλαρίδη Νίκο.

Παιχνίδια του χθες - Παιχνίδια του σήμερα...



«ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΛΙΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ» έλεγε η γιαγιά μου! Χρόνια που τα παιδιά ήταν  πραγματικά ευτυχισμένα και όχι βυθισμένα όλο και περισσότερο στους υπολογιστές, σε παιχνίδια που τα παρασύρουν μέσα σε πλασματικούς κόσμους και προσπαθούν να σκοτώσουν, να κυριεύσουν ή να κλέψουν με την βοήθεια 
του φανταστικού και
βρώμικου τις περισσότερες φορές ήρωα τους.
Εξετάζοντας τα παιχνίδια του χθες αντιλαμβανόμαστε ότι τότε, από τον μεγαλύτερο μέχρι τον μικρότερο, ήξεραν να διασκεδάζουν με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με τα πιο απλά, τα πιο "άχρηστα" πράγματα, αυτά που εμείς σήμερα θεωρούμε τιποτένια! Μ’ αυτά τα παιχνίδια έπαιξε και μεγάλωσε η Λαμπρινούλα (σημ. κεντρική ηρωίδα στα "Παιδιά του Σπάρτακου" της Δ. Σωτηρίου) και άλλες γενιές μετά από αυτήν.

Τσακαλδήμη Ελένη

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Κι άλλα παιχνίδια του χθες

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΟΣΚΙΝΑ!  
Σε αυτό το παιχνίδι τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ισοδύναμες ομάδες και όριζαν έναν αρχηγό. Ο αρχηγός με μια κεραμίδα ζωγράφιζε στο έδαφος ένα χάρτη που έδειχνε την υποτιθέμενη  πορεία της ομάδας. Φυσικά ο χάρτης ήταν παραπλανητικός. Η ομάδα που «θα τα φυλούσε», για να νικήσει, έπρεπε να πιάσει όλους τους παίκτες ή τον αρχηγό. Αντιθέτως κάθε παίχτης της άλλης ομάδας έπρεπε να ακουμπήσει την κολώνα που οι αντίπαλοι τα φυλούσαν και να φωνάξει δυνατά:  «ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΟΣΚΙΝΑΑ!!!». 

ΑΛΤΖΕΜ’ ΚΙ ΚΑΛΤΖΕΜ’!
Πέρα «απ’ του γκιζιριό ούλαν  τ’ν μέρα»* τα παιδιά όταν μαζεύονταν στα «νυχτέρια» το βράδυ , όσο οι μανάδες τους έλεγαν «μασάλια»* κι έκαναν διάφορες δουλειές, κι αυτά δεν κάθονταν άπραγα! Είχαν σκαρφιστεί ένα αρκετά ενδιαφέρον θα έλεγα παιχνίδι και περνούσαν έτσι ευχάριστα την ώρα τους. Το έλεγαν "αλτζέμ΄ κι καλτζέμ΄". Σε αυτό το παιχνίδι τα παιδιά μαζεύονταν σ’ έναν κύκλο και σκοπός τους ήταν να περιγράψουν μία οικογένεια. Όποιος κατάφερνε να βρει την οικογένεια στην οποία αναφερόταν το παιδί που μιλούσε ήταν νικητής! Πριν από την περιγραφή προηγούνταν η ανάλογη εισαγωγή: 
«ΑΛΤΖΕΜ’ ΚΙ ΚΑΛΤΖΕΜ’ ΠΗΓΑ ΚΙ ΟΥΝΕΙΡΙΆΣΚΑ ΜΕΣ’ ΣΤ’ ΜΈΣ’ Τ’ ΧΩΡΑ Κ’ ΙΔΙΑ… π.χ. ΕΝΑΝ ΠΈΤΝΟΥ ΑΠ’ΟΧ’ ΜΙΑ ΠΑΛΙΟΚΟΥΤΑ , ΠΕΝΤΙ ΠΛΑΚΔΟΥΔΙΣ Π’ ΟΥΛΑΝ Τ’Ν ΜΕΡΑ ΚΟΥΛΟΥΚΘΑΡΙΖΟΥΝΤΙ, ΕΝΑ ΠΛΟΥΔ’ Π  Τ’ ΣΟΥΝΤΣΙ Τ’ ΜΑΝΑ Τ’ ΝΑ ΦΚΙΑΝ’ ΖΗΜΙΕΣ ΟΛ’ Τ ΜΕΡΑ ΚΙ ΔΥΟ  ΝΤΑΓΛΑΡΑΔΙΣ. ΚΙ ΘΑ ΦΟΥΝΑΞΟΥΥΥΥ ΑΠ’ ΤΟΥ ΚΑΒΑΚ(ι)!» 
(σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει ότι : Ήμουν λέει στ ‘ όνειρο μου στην μέση του χωριού και είδα έναν άντρα που είναι παντρεμένος με μια μεγαλύτερη από αυτόν γυναίκα, έχουν πέντε κορίτσια που δεν εργάζονται, ένα μικρό αγοράκι πολύ άτακτο και δύο μεγάλα αγόρια.)
Αν οι συμπαίκτες του παιδιού δεν βοηθηθούν αρκετά από την περιγραφή έτσι ώστε να καταλάβουν την οικογένεια στην οποία αναφέρεται, προσθέτει στην αφήγηση και μια περιοχή κοντά στο σπίτι της οικογένειας αυτής. Αν και στην προαναφερθείσα αφήγηση χρησιμοποίησα την τοποθεσία καβάκι η οποία βρίσκεται στο Σουφλί, το συγκεκριμένο παιχνίδι παιζόταν  στην Κορνοφωλιά και στην Δαδιά. 

ΠΕΤΡΙΤΣΑ ή ΕΝΝΙΑΠΕΤΡΟ ή ΤΖΑΜΩ!
Ένα ακόμη διασκεδαστικό παιχνίδι ήταν η "πετρίτσα" ή "εννιάπετρο" στην Κορνοφωλιά ή "τζάμω" στο Σουφλί. Γι' αυτό το παιχνίδι οι γνώμες και οι απόψεις διίστανται! Οι πληροφορίες που έχω συλλέξει μιλάν για δύο εκδοχές. Η μία θέλει τα παιδιά χωρισμένα σε πολλές ομάδες και έναν κύκλο με κεραμίδια. Από ορισμένη απόσταση ο παίκτης της κάθε ομάδας προσπαθεί να ρίξει την σωρό από τα κεραμίδια. Κάθε φορά που τα ρίχνει μαζεύει και έναν πόντο για την  ομάδα του. Το παιχνίδι τελειώνει, όταν ο πρώτος παίκτης ξαναέρθει στην θέση του. Νικήτρια αναδεικνύεται η ομάδα που θα έχει συλλέξει τους περισσότερους πόντους! Η άλλη εκδοχή λέει ότι τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες και ζωγράφιζαν έναν πολύ μεγάλο κύκλο. Μέσα στον κύκλο έστηναν εννιά κεραμίδες την μία πάνω στην άλλη. Από ορισμένη πάλι απόσταση, κάθε παίκτης πετούσε την μπάλα μέχρι να ρίξει τα κεραμιδιά. Όταν τα έριχνε η αντίπαλη ομάδα τα σκόρπιζε μέσα στον κύκλο και προσπαθούσε με την μπάλα να χτυπήσει τους παίκτες της άλλης ομάδας για να τους βγάλει έξω και να τους εμποδίσει να ξαναστήσουν τον πύργο με τα κεραμίδια. Αν το παιδί πιάσει την μπάλα την ώρα που ο αντίπαλος πάει να το χτυπήσει, βγαίνει έξω αυτός που επιτίθεται και όχι αυτός που αμύνεται. Αν η ομάδα που ρίχνει την μπάλα καταφέρει να ξαναστήσει τον πύργο, ΝΙΚΗΣΕ! Αν δεν προλάβει νίκησε η άλλη! 

ΤΣΙΛΙΚ’ ΤΖΟΥΜΑΚ(ι)’!
Το παλαιότερο ίσως από όλα τα προηγούμενα παιχνίδι, είναι το  "τσιλίκ΄τζουμάκ(ι)". Στις μέρες μας θα το παρομοίαζε κανείς με το baseball. Σε αυτό το παιχνίδι τα παιδιά αφού επεξεργάζονταν ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου και το έκαναν να μοιάζει με ρόπαλο, σταθεροποιούσαν πλαγιαστά στο έδαφος ένα άλλο, πολύ μικρότερο ξύλο με μυτερή άκρη. Στην άκρη αυτού τοποθετούσαν μια πέτρα, όχι ιδιαίτερα μεγάλη. Χτυπούσαν το ξυλαράκι ελαφρά έτσι ώστε να ανασηκωθεί λιγάκι η πέτρα και με το ρόπαλο ύστερα, προσπαθούσαν να την πετύχουν και να την στείλουν όσο το δυνατόν πιο μακριά. Μεγάλου βαθμού δυσκολίας θα έλεγα παιχνίδι, μιας και η πετρούλα ανασηκωνόταν ελάχιστα και ήταν μικρή σε μέγεθος.  Νικητής ήταν αυτός που πετούσε την πέτρα πιο μακριά!
 
ΠΗΓΕΣ:
 -   Σχολική εφημερίδα 1ου δημοτικού σχολείου Σουφλίου, 2ο τεύχος σχολικό έτος :2006-2007
 -   Ιστορίες, αφηγήσεις, μαρτυρίες, από τον κοινωνικό μου περίγυρο.


                                               Επιμέλεια: Τσακαλδήμη Ελένη

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Παιχνίδια του χθες

Η Βασιλιώ (κόρη του Ανέστη και της Λαμπρινής, μία από τις αδερφές του Νεόφυτου) από μικρή αναγκάστηκε να δουλέψει στο εργοστάσιο μετάξης στο Σουφλί. Όπως αφηγείται η ίδια: "Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι" ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 258).
Μια μέρα η μικρή εργάτρια πήρε μαζί της στο εργοστάσιο μια αυτοσχέδια κουκλίτσα:
"Κείνη τη μέρα είχα φέρει μαζί μου μια κουκλίτσα που μόλις είχα φτιάξει μόνη μου. Ήταν μια τρυφερή μελιτζανούλα που της είχα βάλει μάτια από αρακά, μια φετούλα σφισχτή κι ολοκόκκινη ντομάτα για χείλη, δυο ξυλάκια για χέρια και ρούχο από τις χοντρές ίνες μετάξι που πετούσαν για άχρηστες οι τεχνίτρες." ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 259)


 
α
κόμη και σήμερα αν τύχει να περάσεις  απ’ τ’ «μαντρούδα», του «καβακ’», του «μισουχώρ’» (τοπωνύμια του Σουφλίου), ακούς  τα  παιδικά γέλια, γεμάτα αθωότητα, της γιαγιά σου, του προπάππου σου, του θείου σου του μπαρμπα-Πουτιόλ, να παίζουν σαράντα πέντε κόσκινα ή πετρίτσα.. ή τσιλικ’ τζουμάκ(ι)’..!Ευλογοφανές είναι λοιπόν το συμπέρασμα ότι θα αναφερθούμε στα παιχνίδια που καθιστούσαν ευτυχισμένα τα παιδικά χρόνια των προγόνων μας! Την εποχή  εκείνη, ακόμη και ο πιο οικονομικά εύρωστος  Σουφλιώτης  προτιμούσε να αξιοποιήσει τα χρήματα του σε κάτι που θα ήταν χρήσιμο και πρακτικό για όλη την οικογένεια και όχι σε κούκλες και μπαλίτσες! Επομένως το κάθε παιδάκι, κατασκεύαζε μόνο του το δικό του παιχνίδι. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το πιο απλό.

 Η ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗ ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ!  
Τέτοιες σαν του λόγου της τα «κουρτσούδια» έκαναν με κάθε λογής πράγματα. Από μελιτζάνες του κήπου και διάφορα λαχανικά, μέχρι και κουρέλια, καλάμια, βαμβάκι, άχυρο ή ακόμη και χαλασμένα κουκούλια. Τις έντυναν, τις στόλιζαν, τις βάφτιζαν και με ό,τι όνομα σκαρφίζονταν, τους έδιναν πνοή ζωής και ύστερα θαρρούσαν πως η δική τους ήταν η καλύτερη! 

Τσακαλδήμη Ελένη

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Οι γιαχανάδες

Γιαχανάς (σησαμελαιοτριβείο)
Ο γιαχανάς ή γιαχανές ήταν το προβιομηχανικό εργαστήριο παραγωγής σουσαμέλαιου και υπήρχε σε όλη τη Θράκη. Αποτελούσε κέντρο επικοινωνίας της μικρής κοινωνίας του χωριού αφού οι παραγωγοί που πήγαιναν στο γιαχανά από τα γύρω χωριά έπρεπε να μείνουν εκεί δυο-τρεις ημέρες ώσπου να βγάλουν το σουσαμέλαιο. Όταν η ευρεία χρήση του ελαιόλαδου αντικατέστησε το σουσαμέλαιο, τα σουσαμελαιοτριβεία έπαψαν να λειτουργούν. Στον νομό Έβρου οι περισσότεροι γιαχανάδες σταμάτησαν μεταξύ 1947 και 1955. Στον Κυπρίνο, το Διδυμότειχο και τη Λευκίμη η λειτουργία τους διήρκεσε μία ακόμη δεκαετία, φτάνοντας ως το 1967.
 
 

Ο "γιαχανάς" του Σουφλίου

Ο κυρ Ανέστης (πατέρας του Νεόφυτου) είναι ένας φτωχός χωρικός του Σουφλίου που έζησε τις περιπέτειες της Θράκης και της ευρύτερης Ελλάδας στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα (βαλκανικοί, Α΄ παγκόσμιος, Β΄ παγκόσμιος, εμφύλιος). Οι δυσκολίες τον έφεραν στην μεταπολεμική Αθήνα όπου και ζει μαζί με δύο από τις κόρες του. Καθώς θυμάται τα παλιά:
"Σαν τ' άλογο στο γιαχανά που φέρνει βόλτες για να βγει το σουσαμόλαδο, γύριζε τώρα το μυαλό στα ίδια και στα ίδια" ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 86)


Με αφορμή την αναφορά στον γιαχανά του Σουφλίου στο βιβλίο της Διδώ Σωτηρίου, ανατρέξαμε στο παρόν κατάστημα και μάθαμε ότι:
Το κτίριο αυτό χτίστηκε το έτος 1892. Χρησιμοποιήθηκε σαν σησαμελαιοτριβείο «ΓΙΑΧΑΝΑΣ»
(τοπική ονομασία) στο οποίο λειτουργούσε διπλός φούρνος μεγάλης χωρητικότητας, όπου ψηνόταν σουσάμι ντόπιας παραγωγής! Υπήρχε πέτρινος μύλος κινούμενος από γαϊδούρι, στον οποίο αλέθονταν το σουσάμι για να παραχθεί σησαμέλαιο και ταχίνι άριστης ποιότητας. Στο πατάρι «ΣΑΛΑ» (τοπική ονομασία) εκτρέφονταν μεταξοσκώληκες για την παραγωγή μεταξιού. Ανακαινίσθηκε ιδιοχείρως από τους αδερφούς Ψαρρά, το 2001. Σήμερα λειτουργεί ως καφετέρια.

Τσακαλδήμη Ελένη

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Το "δασκαλοχώρι"

Για την πλούσια εκπαιδευτική ιστορία του Σουφλίου αξίζει να διαβάσει κάποιος το αναλυτικό και τεκμηριωμένο άρθρο του Ζήση Φυλλαρίδη που θα βρει στην ηλεκτρονική διεύθυνση που ακολουθεί. Εκεί θα διαπιστώσει ότι ο χαρακτηρισμός "δασκαλοχώρι" δεν είναι υπερβολικός για το Σουφλί.

http://soufli-gr.blogspot.com/2010/12/1860-1960.html

Οι "σπουδές" του Νεόφυτου


Ο Νεόφυτος είναι ο κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου. Πρόκειται για ένα φτωχό παιδί μιας πολυμελούς παραδοσιακής οικογένειας του Σουφλίου στα μέσα του περασμένου αιώνα. Τα παρακάτω αποσπάσματα από το αφήγημα περιγράφουν την προσπάθεια που έκανε να μάθει γράμματα.

«Ο Νεόφυτος ήτανε το πιο δυνατό και το πιο ξύπνιο αγόρι στο σχολείο. Οι δάσκαλοι το ξέρανε κι όσες βαριές δουλειές είχανε, όσες δύσκολες ερωτήσεις, «εσύ, Νεόφυτε», του λέγανε. Κι ο Νεόφυτος ποτέ δεν τους απογοήτευε.
Από την τρίτη του δημοτικού, οι γονέοι του τον αποτραβήξανε. Γι’ αυτόνα το σκολειό ήτανε πολυτέλεια. Έπρεπε να στηριχτεί η φαμελιά και στη δική του δουλειά. Ο Νεόφυτος στο χωράφι, στο κουκούλι, στο μεταξουργείο. Βασανισμένο παιδί πάντα λιμασμένο.» (σ. 104)

«Μα το πιο μεγάλο μεράκι του Νεόφυτου ήταν τα γράμματα. Πιο λιμασμένος ήτανε γι’ αυτά παρά για το χάσικο ψωμί με το βούτυρο.» (σ. 105)

«Στο σπίτι του Νεόφυτου φως δεν είχανε, παρεκτός ένα λυχνάρι. Τ’ αδέρφια του και οι γονιοί του πέφτανε νωρίς στον ύπνο, μπαϊλντισμένοι από τον καθημερινό μόχτο. Ο Νεόφυτος είχε το γιατάκι του κοντά στη σόμπα – σόμπες είχανε και τα πιο φτωχά σπίτια εξαιτίας το κουκούλι – έχωνε κλαριά ξερά, λοιπόν, στη σόμπα και με τη φλόγα που κάνανε, διάβαζε. Αυτή τη συνήθεια την κράτησε ώς μεγάλος. Ό,τι ασκήσεις βαριότανε να κάνει ο Αλεξαντρής (σημ. γειτονόπουλο από εύπορη οικογένεια που φοιτούσε κανονικά στο σχολείο), έκθεση, γραμματική τις έφτιαχνε ο άλλος…. (σ. 106-7)

«Τον καθήλωνε (σημ.τον φίλο του τον Αλεξαντρή) σε κανένα σκαλοπάτι ή τον ανέβαζε σε καμιά μουριά κι εκεί τον πέθαινε στα ερωτήματα: «Σας έβαλε παρακάτω μάθημα ο δάσκαλος; Πού μείνατε, στον Παπαφλέσσα; Τι σας είπε για το «α» των ουδετέρων; Και για τους συμμιγείς;». (σ. 105-6)

«Εκεί που δεν τον έφτανε κανείς το Νεόφυτο ήταν στα παραμύθια και στις ιστορίες. Ανιστορούσε το κάθε τι τόσο ζωντανά και με τόσες πετυχημένες λεπτομέρειες, που έλεγες πως τα είχε δει με τα ίδια τα μάτια του, τα είχε όλα ζήσει. Πού τα ΄βρισκε, ο μπαγάσας, όλα κείνα τα πρωτάκουστα πράματα!» (σ. 107)
 

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Η τεχνική εκπαίδευση στο Σουφλί


  Για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1938 η Νυχτερινή Σχολή, η οποία απευθυνόταν σε αγόρια ανήλικα και χωριζόταν σε δύο τμήματα  σε αυτούς που ήταν παντελώς αγράμματοι και σε αυτούς που ήθελαν να συμπληρώσουν την μόρφωσή τους.
  Επιπλέον στο Σουφλί υπήρχε Οικοκυρική Σχολή που λειτούργησε τον Οκτώβριο του 1929 και διέκοψε το Μάρτιο του 1931 εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων. Το 1930 είχε δημιουργηθεί και Ταπητουργική Σχολή για την επίλυση των βιοποριστικών αναγκών των σουφλιωτών. Κατά το 1945-48 υπήρχε η Μέση Εμπορική Σχολή που απευθυνόταν στα Σουφλιωτόπουλα που δεν κατάφεραν να περάσουν τις εισιτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου, ώστε να  τους ωθήσει να ασχοληθούν με το εμπόριο.

Τσιομπανούδη Αλίκη 
Πηγή: "Σουφλίου εγκώμιον" Μ. Πατέλη

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Μικρή ιστορία του σχολείου μας...

Το Γυμνάσιο Σουφλίου άρχισε να λειτουργεί το 1920-21 στην οικία του Δαούλα στην οδό Παστέρ. Λόγω της πληθώρας των μαθητών οι Σουφλιώτες αναζήτησαν ένα νέο κτίριο. Τέτοιο ήταν το κτίριο που έφτιαξαν οι Γάλλοι το 1906 και το χρησιμοποιούσαν για τελωνείο μέχρι το 1917-18. Από το 1921-22 το Γυμνάσιο λειτουργούσε συνέχεια σ΄ αυτό το κτίριο μέχρι το 1971 οπότε έγιναν καινούριες κτιριακές εγκαταστάσεις και το Γυμνάσιο (και το Λύκειο αργότερα) μεταφέρθηκε ακριβώς απέναντι, στη θέση που βρίσκεται έως σήμερα. Το παλιό Γυμνάσιο στεγάζει σήμερα τη δημοτική βιβλιοθήκη και το παράρτημα των ΙΕΚ που λειτουργεί στο Σουφλί.

Τσιομπανούδη Αλίκη 
από το "Σουφλίου εγκώμιον" Μ. Πατέλη
Το παλιό Γυμνάσιο (1928)
Το σημερινό Γυμνάσιο Σουφλίου





Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Πόσο παλιό είναι το Νηπιαγωγείο;

 
Το νηπιαγωγείο κτίστηκε το 1926 απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μόλις ετοιμάστηκε χρησιμοποιήθηκε για ένα χρόνο από το Β΄ Δημοτικό Σχολείο. Κατά περιόδους το χρησιμοποίησε ο Δήμος ως Δημοτικό Ιατρείο και ως οίκημα παρασκευής και διανομής συσσιτίων. Μετά το 1948 χρησιμοποιήθηκε και από το Γ΄ Δημοτικό Σχολείο. Από τότε και μέχρι σήμερα λειτουργεί ανελλιπώς ως νηπιαγωγείο.
         Αλίκη Τσιομπανούδη
Πηγή: "Σουφλίου Εγκώμιον" Μ. Πατέλη

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Τα τέσσερα δημοτικά σχολεία του Σουφλίου!

Αν και εξήλθε νικήτρια η Τουρκία κατά τον κριμαϊκό πόλεμο του 1853-56,υποχρεώθηκε από τους Αγγλογάλλους να εκδώσει ένα διάταγμα το «Χάτι Χουμαγιούν» με το οποίο παραχωρούσε εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά προνόμια στους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Πριν από την εκχώρηση των προνομίων δεν επιτρεπόταν η λειτουργία σχολείων, με αποτέλεσμα τα Σουφλιωτόπουλα να μαθαίνουν γράμματα από τους ιερωμένους και τους λόγιους στα σπίτια τους.

Στο Σουφλί αρχίζει το 1860 να λειτουργεί η Αστική Σχολή, που στεγάστηκε στη θέση του σημερινού Β’ Δημοτικού Σχολείου στην πλατεία κούτσουρου. Μέχρι το 1913-14 το σχολείο λειτουργούσε απρόσκοπτα. Με την έλευση των βουλγάρων και μέχρι το 19219-20 σταμάτησε η λειτουργία, γιατί το ελληνικό στοιχείο μειώθηκε πάρα πολύ. Με την απελευθέρωση και την επιστροφή των Σουφλιωτών το σχολείο ξανάρχισε τη λειτουργία του με τη σημερινή ονομασία Β' Δημοτικό Σχολείο.
 
 Το 1880-82 πρωτολειτούργησε το Παρθεναγωγείο Σουφλίου. Εκείνη την εποχή δεν ήταν δεκτή η μεικτή φοίτηση γι’ αυτό οι Σουφλιώτες δημιούργησαν το Παρθεναγωγείο. Μαζί με το Παρθεναγωγείο στεγαζόταν και το Νηπιαγωγείο. λειτουργούσαν μαζί μέχρι το 1913-14 οπότε και διαλύθηκαν λόγω της βουλγαρικής κατοχής. Με την επιστροφή των κατοίκων από την προσφυγιά το 1919-20 το Παρθεναγωγείο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και μετονομάστηκε σε Α΄ Δημοτικό σχολείο.

Επειδή στην αστική σχολή (Β’ Δημοτικό Σχολειό) υπήρχε πληθώρα μαθητών και στεγαστικό πρόβλημα, οι Σουφλιώτες πήραν την απόφαση το 1870, για τη δημιουργία παραρτήματος που ονομάστηκε Γ΄ Δημοτικό Σχολείο. 

Πέφτοντας η αυλαία της Εθνικής συμφοράς του 1922 το Σουφλί γέμισε από πρόσφυγες. Άμεση και επιτακτική ανάγκη ήταν η δημιουργία και Δ΄ Δημοτικού Σχολείου. Το Σχολείο άρχισε να λειτουργεί το 1923 ως 5θέσιο και τι 1928 ως 6θέσιο. Όταν έφυγαν οι πρόσφυγες από το Σουφλί μειώθηκε ο αριθμός των μαθητών οπότε έγινε 3θέσιο. Το 1965 το σχολείο καταργήθηκε και συγχωνεύτηκε με το Α’ Δημοτικό σχολείο.

                                                                                                              Βιβλιογραφία
"Σουφλίου εγκώμιον" του Μιχάλη Πατέλη

  ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ
                                                                                                               ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΟΜΠΑΝΟΥΔΗ


Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Μια "βόλτα" στην ιστορία του Σουφλίου

Αύριο (6 Απριλίου) τα "παιδιά του Σπάρτακου" θα εκδράμουν στους δρόμους και στα σοκάκια του Σουφλίου για μια επιτόπια έρευνα με οδηγό το βιβλίο της Δ. Σωτηρίου.
Η επίσκεψη θα περιλαμβάνει το εργοστάσιο μετάξης Τζίβρε, το αρχοντικό του Μπρίκα και το ναό του Αγίου Γεωργίου. Μια καθόλου τυχαία επιλογή, καθώς τα συγκεκριμένα κτήρια χαρακτηρίζουν την "χρυσή εποχή" της πόλης μας.
Περιμένουμε τα αποτελέσματα της αυριανής εξόρμησης (πληροφορίες, φωτογραφίες, εντυπώσεις)...

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την παραδοσιακή σουφλιώτικη στολή


Από συνέντευξη που παραχώρησε στην Τσακαλδήμη Ελένη η κ. Πιτιακούδη Παναγιώτα:

Ερώτηση: Ποιο είδος υφάσματος κυριαρχεί;
Απάντηση: Μεταξωτό, Βαμβακερό (γιράνιο), Μάλλινο (σιαγιακένιο)

Ερώτηση: Συνήθως ποια ήταν τα σχέδια και τα χρώματα που κυριαρχούσαν στις στολές;
Απάντηση:  Τα σχέδια που κυριαρχούσαν είναι τα ριγωτά (:μαύρο – κόκκινο , καφέ –μαύρο, μαύρο-άσπρο και γενικά όλα τα χρώματα κίτρινο, πράσινο). Στις νεωτέρες εποχές έχουμε τα κατιφένια και τα ατλαζωτά

Ερώτηση: Κατά ποσό διαφοροποιούνταν η ενδυμασία των Σουλιωτών σε κάθε έκφανση του κοινωνικού βίου;
Απάντηση:  Οι καθημερινές φορεσιές ήταν για όλους, πλούσιους και φτωχούς. Βαμβακερές για το καλοκαίρι, σιαγιακένιες για τον χειμώνα και μεταξωτές οι γιορτινές των νέων γυναικών, πλουσίων και μη αφού το μετάξι «περίσσευε» και δεν θεωρούνταν είδος πολυτελείας.

 Ερώτηση: Να γίνει περιγραφή της νυφιάτικης φορεσιάς!
 Απάντηση: Αποτελείται ακριβώς όπως η κλασική γυναικεία (βλ.σχετική περιγραφή σε προηγούμενη ανάρτηση), με την διαφορά ότι ήταν συνήθως μεταξωτή ριγέ ή μονόχρωμη ατλαζωτή ή σατέν με υφαντή ποδιά νυφιάτικη όπως π.χ. «θυμιατά» κ.α. υφαντά σχέδια. Αργότερα οι υφαντές ποδιές αντικαταστάθηκαν από τις ποδιές που ήταν από το ίδιο ύφασμα με το καφτάνι και με φραμπαλάδες και δαντέλες. 

 Ερώτηση: Πότε έπαψε να φοριέται στην περιοχή του Σουφλίου η παραδοσιακή φορεσιά;
        Απάντηση:  Η σουφλιώτικη φορεσιά έπαψε να φοριέται δυστυχώς πολύ νωρίς, γύρω στα
             1930, λόγω της πρόωρης αστικοποίησης του Σουφλίου. Και σ’ αυτό συντέλεσε η  
             ανάπτυξη του εμπορίου μεταξιού και οίνου και οι εμπορικές συναλλαγές με κράτη της 
             Ευρώπης. Εκτός από το συνάλλαγμα ήρθαν στο Σουφλί και οι διάφοροι «συρμοί» , όπως 
             μουσικά και χορευτικά ακούσματα, στιλιστική μόδα… Το ταγκό, το βαλς πήραν την 
             θέση του χορού ζωναράδικου, τα καφτάνια πεταχτήκαν και τα περισσότερα έγιναν 
             μαξιλαράκια, κρεβατόγυροι και φουστανάκια για τα κοριτσάκια και αντικαταστάθηκαν 
             από ταγιέρ και κοστουμια. Μέχρι και το 1975 μόνο μερικές γριές φορούσαν μπιντένες
             (μαύρα καφτάνια)
     
Σουφλιουτούδες με καφτάνια