Δεν πέρασαν μέρες και ακούστηκε πως τούρκικο ασκέρι έφτανε με το τραίνο απ' το Δεδέαγατς. Είχαν αρχίσει, λέει, μάχες τρανές και πέφτανε κορμιά κι από τις δυο μεριές. Βγήκε και τελάλης και φώναξε: "Όποιους έχ' τσιφτέ να πάει στου Μαγκάζ".
Τρέξανε όσα παλικάρια είχαν όπλο, μα όφελος δε φέρανε. Οι Τούρκοι τους υπερφαλαγγίσανε και τους αναγκάσανε να σκορπίσουνε. Οι Κορνοφωλιώτες, που είδαν από κοντά τις άγριες μάχες, καταφύγανε στο Σουφλί, να σωθούνε. Απ' αυτούς μάθαν οι Σουφλιώτες όσα γίνονταν, και πήρανε κι αυτοί το δρόμο για το βουνό. Ήταν τέτοιος ο πανικός που οι γυναίκες παρατούσανε το τσουκάλι στη φουφού, ανοιχτά τα σπίτια τους και, γδυτές και ξυπόλητες, τρέχανε αλαφιασμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά. ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 69)
σημ.: Ο ποταμός Μαγκάζ(ι) εκβάλει στον Έβρο σε τοποθεσία που βρίσκεται έξι χιλιόμετρα νότια του Σουφλίου, ανάμεσα στα χωριά Λυκόφη και Κορνοφωλιά.
Ο
ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
Μετά τη φυγή των Τούρκων από το Σουφλί (δες προηγούμενη ανάρτηση πατώντας
εδώ) η πόλη βρίσκεται ελεύθερη στα χέρια των ανταρτών, χωρίς τουρκικές αρχές. Ο φόβος, όμως, της επιστροφής των Τούρκων είναι διάχυτος. Οι φόβοι δεν αργούν να επαληθευτούν. Είναι 12 Οκτωβρίου του 1912. Τα φυλάκια πού φύλαγαν στο
«Μαγκάζ(ι)» αντιλήφθηκαν το πρωί μια αμαξοστοιχία να έρχεται από την Αλεξανδρούπολη προς το Σουφλί. Το τραίνο ήταν υποχρεωμένο να σταματήσει στο Μαγκάζ, γιατί η γέφυρα ήταν ανατιναγμένη από τις πρώτες μέρες του πολέμου.
Η
ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΓΚΑΖΙ,
Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ
ΚΑΙ Η ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ
Μόλις ξημέρωσε οι σκοποί αντιλήφθηκαν Τούρκους στρατιώτες να τρέχουν να καταλάβουν τις κορυφές των απέναντι λόφων και να αναπτύσσονται σαν σε μάχη. Οι Τούρκοι, πού ήταν πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες, προσπάθησαν να τους κυκλώσουν. Άρχισε το τουφεκίδι. Η μάχη του Μαγκαζιού κράτησε ως το μεσημέρι, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν να υπερφαλαγγίσουν τους υπερασπιστές της περιοχής και να τους αναγκάσουν να τραπούν σε άτακτη φυγή προς το Σουφλί.
Οι Κορνοφωλιώτες, που από το πρωί παρακολουθούσαν τη μάχη με ανησυχία, μόλις είδαν τους Σουφλιώτες να υποχωρούν , εγκατέλειψαν τα πάντα κι άρχισαν να φεύγουν προς το Σουφλί (ας σημειωθεί ότι η μάχη αυτή γινόταν σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από το χωριό τους). Με την άφιξη, όμως, των πρώτων Κορνοφωλιωτών, οι Σουφλιώτες πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη τους, άλλοι από το δρόμο προς τα Λάβαρα-Διδυμότειχο και άλλοι προς τα βουνά, για τα χωριά Γιαννούλη – Σιδηρώ.
Η Λαμπρινή έβαλε την ψυχομάνα της πάνω στη φοράδα, της έδωσε και το μωρό, της φόρτωσε όσα ζεμπίλια είχανε με τροφές και ρούχα και ήσυχα και στρωτά πήρε την ανηφόρα που έφερνε στα ορεινά χωριά της Γκίμπρενας. Θυμήθηκε το λόγο των γερόντων: "Όσοι βρίσκουνται στα β΄νά της Γκίμπρινας φόβου δεν έχ'νι κανεί..." ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 69)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αραμπατζής Σταύρος