Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Το Σουφλί και το μετάξι

Το Σουφλί στις αρχές του περασμένου αιώνα αποτελούσε το διοικητικό κέντρο μιας πλούσιας περιοχής με 60.000 κατοίκους, η οποία εκτεινόταν και από τις δυο πλευρές του ποταμού Έβρου. Η σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση και η ανυπαρξία πλησιέστερων πόλεων είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της πόλης σε σημαντικό εμπορικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής με 80 χωριά. Το 1908 ο πληθυσμός του Σουφλίου ανερχόταν στους 12.000-13.000 κατοίκους!
Καθάρισμα κουκουλιών

Παράλληλα με την πληθυσμιακή παρατηρήθηκε πνευματική, πολιτιστική αλλά και οικονομική ανάπτυξη. Κτίστηκαν εργοστάσια μεταξουργίας και καροποιίας με αποτέλεσμα στο Σουφλί να δημιουργηθεί ανθούσα βιοτεχνία. Ο μοχλός όμως της οικονομικής ανάπτυξης ήταν η σηροτροφία. Το 1911 η συνολική παραγωγή χλωρών κουκουλιών στο Βιλαέτι της Αδριανουπόλεως έφτασε τις 1620 χιλιάδες κιλά. Το Σουφλί συμμετείχε με 850 χιλ. κιλά κάτι παραπάνω δηλαδή από το 50% του συνόλου. Αποτέλεσμα ήταν να λειτουργούν μεταξουργεία και πολλές βιοτεχνίες επεξεργασίας των προϊόντων του μεταξιού οικογενειακής μορφής. Τούτο σε συνδυασμό με τις ικανοποιητικές τιμές στα προϊόντα του κουκουλιού καθορίζει και προσδιορίζει την οικονομική άνθιση και ευρωστία της πόλης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
"Σουφλίου Εγκώμιον"  του Μ. Πατέλη
Διηγήσεις ηλικιωμένων Σουφλιωτών
Επιμέλεια: Τσιομπανούδη Αλίκη


Η μεταξένια πολιτεία

Το Σουφλί συνδέθηκε αναπόσπαστα με το μετάξι. Η παραγωγή και η επεξεργασία (σηροτροφία, μεταξουργία) του πολύτιμου αυτού υλικού αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη της πόλης στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα. Το μετάξι δε θα μπορούσε να λείπει και από τις σελίδες "Των παιδιών του Σπάρτακου" της Διδώς Σωτηρίου.

Η μητέρα του Νεόφυτου (πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα) και οι αδερφές του δουλεύουν στα μεταξουργεία του Σουφλίου:
      Κάθε αυγή οι κοπέλες του χωριού και μαζί και οι πέντε αδερφές του Νεόφυτου, ακόμα και η πιο μικρή η Βασιλιώ, ξυπνούσανε πριν φέξει, βάζανε τα τσοκαράκια τους και τρέχανε στα δυο εργοστάσια μεταξιού. Ρολόγια δεν είχανε και περιμέναν να γκαρίξουνε τα γκατζόλια, για να βάλουν τα τσοκαράκια τους και να κινήσουν μέσα στη νύχτα για τη δουλειά.
      Ο Νεόφυτος άκουγε εντυπωσιασμένος το χτύπο που κάναν τα τσοκαράκια στα καλντερίμια και πετάριζε η καρδιά του. "Νά τους! Νά τους ου στρατός τ' Σπάρτακου..."
Τα παιδιά του Σπάρτακου σ. 75
Στο παρακάτω απόσπασμα αφηγείται η Βασιλιώ:
       Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι. Ωστόσο πρέπει πως θα τα κατάφερνα, για να με κρατάει το αφεντικό και να πλερώνει εκείνο το τιποτένιο έστω μεροκάματο.Ήμασταν βλέπετε μεγάλη και φτωχή φαμέλια και οι πενταροδεκάρες λογαριάζονταν κι αυτές.
         Ξύπναγα πριν χαράξει η μέρα, όπως οι μεγάλοι, και με το πρώτο γκάρισμα του γαϊδάρου φορούσα τα τσοκαράκια κι έπαιρνα κι εγώ το μακρύ δρόμο που έφερνε στο εργοστάσιο. Μια φορά, θυμάμαι, ήταν Γενάρης και το γκατζόλι μας, άγνωστο γιατί, γκάριξε μέσα στο μεσονύχτι. Ρολόι δεν είχαμε κι από φόβο μην αργήσω, πήρα το δρόμο τρεχάλα όλο δέος, γιατί δε συνάντησα ψυχή, παρεκτός το άγριο σκοτάδι και το ξεροβόρι. Ο επιστάτης με πρόγκηξε που τον αγουροξύπνησα και μ' έστειλε όχι μονάχα στο διάλο, μα και να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου για να 'ρθω την πρέπουσα ώρα. 
Τα παιδιά του Σπάρτακου σ.258-9


Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (3)

Στις 3 Μαΐου η ομάδα μας είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον κ. Στέφανο Στεφάνου, Σουφλιώτη που ζει και εργάζεται (ακόμα, παρά τα 85 χρόνια του) στην Αθήνα, ως επιμελητής εκδόσεων στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και στο Μορφωτικό Ίδρυμά της. Στην προσπάθειά μας να «ξεσκονίσουμε» το παρελθόν του Σουφλίου, ζητήσαμε από τον κύριο Στέφανο Στεφάνου να μοιραστεί μαζί μας τις εμπειρίες και τις μνήμες του.

     Σύμφωνα με όσα μας είπε, η θέση του Σουφλίου συντέλεσε ώστε να είναι μια περιοχή πολυπαθής. Βρισκόταν κοντά στην «καρδιά» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, και έτσι δοκίμαζε πρώτη τη μανία όλων των υποψηφίων πορθητών.
    Αλλά και κατά την Οθωμανική εποχή, ήταν αυτή που υφίστατο πρώτη την εκδικητικότητα των Τούρκων για οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα ξεσπούσε.
     Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η ευρύτερη περιοχή της Θράκης αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Βουλγάρους ενώ δεν ήταν λίγες η φορές που αυτή αποκόπηκε τελείως από τον υπόλοιπο κορμό της Ελλάδας.
     Με την Μικρασιατική καταστροφή και τη μεταφορά των συνόρων στον Έβρο ποταμό αξιοσημείωτες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης που άλλοτε ανήκαν σε Σουφλιώτες περνούν στα χέρια των Τούρκων.
      Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί ερημώνουν το Σουφλί, ενώ το λεγόμενο «αντάρτικο» διατήρησε διχασμένους τους Σουφλιώτες για πολύ καιρό.
      Όπως και ο ίδιος μας είπε, δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων του Σουφλίου από έγκυρες πηγές. Η μοναδική γραπτή πηγή είναι τα απομνημονεύματα του κ. Σεϊτανίδη. Σύμφωνα με το κ. Στεφάνου, όμως, το έργο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ιστορική πηγή καθώς προβάλλει τα πράγματα με μονομέρεια, αποσιωπά γεγονότα και καταστάσεις και δίνει μια εντελώς αλλοιωμένη εικόνα των ιστορικών συνθηκών.
 Αραμπατζής Σταύρος
 

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (2)



Την Πέμπτη 3-5-12 είχαμε την τιμή να επισκεφτεί το σχολείο μας ο κύριος Στέφανος Στεφάνου. Ο κύριος Στέφανος γεννημένος και μεγαλωμένος στο Σουφλί πριν από ογδόντα έξι χρόνια, είχε την ευγενή καλοσύνη να μας μιλήσει για τις προσωπικές του εμπειρίες και να μεταλαμπαδεύσει σε μας τις αστείρευτες γνώσεις του. Όντας πανέξυπνος, αλλά και αναφέροντας μας όλες τις σχετικές λεπτομέρειες, μας έδωσε μια πολύ ζωντανή εικόνα για το Σουφλί του χθες. Όσον αφορά την κοινωνική και καθημερινή ζωή των Σουφλιωτών, θέλησε να μας ενημερώσει για τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειών, των γειτονιών, των καθηγητών-μαθητών μα και των Σουφλιωτών με τους Εβραίους . Ανέφερε ακόμη για τον πληθυσμό του τόπου του και για τους λιγοστούς πρόσφυγες σ' αυτόν. 

     Ξεκινώντας λοιπόν μας μίλησε για την θέση της γυναίκας και του άντρα μεσα στην οικογένεια. Κατά γράμμα μας είπε: «Υπήρχε μια διακριτική διαχείριση απέναντι στο γυναίκειο φύλο. Σε άλλα χωριά αν δεν καθόταν ο άντρας στο τραπέζι να φάει, η γυναίκα δεν έτρωγε. Ενώ εδώ, απ’ την στιγμή της ύπαρξης μου δεν συνέβαινε αυτό .Οι γυναίκες ήταν εξαρτημένες παρόλα αυτά και δούλευαν για την προίκα τους, γιατί ο πατέρας τους δεν μπορούσε πάντα να τις προικίσει. Στο γυμνάσιο, μια χρονιά η υπέροχη των κοριτσιών ήταν επανάσταση. Οι γυναίκες δεν έμπαιναν στην ιατρική ή την νομική και δεχόταν προσβολές μάλιστα όποια το τολμούσε. Στις οικογένειες επικρατούσε πατριαρχικό καθεστώς και σε μερικές περιπτώσεις οι δυναμικές γυναίκες, σαν την μανά μου, έφερναν πλαγίως αυτό που ήθελαν να κάνουν. Απέναντι στα παιδιά όμως ήταν πιο σκληροί . Αφού να φανταστείτε όταν πήγαιναν στο στρατό τα αγόρια ήταν τρεις μέρες μεθυσμένοι από χαρά γιατί θα γλίτωναν απ’ την εξουσία του πατέρα τους. Ένιωθαν ότι από εκείνη την στιγμή θα έπαιρναν την ζωή στα χέρια τους. Γενικά λόγω των αναγκών η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη!».
Τσακαλδήμη Ελένη 

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Συνέντευξη από τον κ. Στεφάνου (1)

Στις 3 του Μάη η ομάδα μας είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον κ. Στέφανο Στεφάνου, Σουφλιώτη που ζει και εργάζεται (ακόμα, παρά τα 85 χρόνια του) στην Αθήνα, ως επιμελητής εκδόσεων στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και στο Μορφωτικό Ίδρυμά της. Μεταξύ των άλλων αντλούμε από τα λεγόμενά του πληροφορίες για τον πραγματικό Νεόφυτο, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος της Δ. Σωτηρίου.


 Ο κ. Στεφάνου στο σχολείο μας
  Ο πραγματικός Νεόφυτος λοιπόν ήταν ο πρωτότοκος γιός της οικογένειας Τιάκα, το σπίτι της οποίας σώζεται ακόμα, πάνω από το αρχοντικό Κουρτίδη, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Μετάξης. Οι γονείς του ήταν ο Πασχάλης και η Σταυρούλα (στο μυθιστόρημα αναφέρονται ως παππούδες του) που ως χαρακτήρες ήταν όπως περιγράφονται, με εμφανή τον αρχηγικό ρόλο της «θειάς Σταυρούλας» στην οικογένεια. Οικογένεια φτωχή, εργατική, από αυτές που στήριξαν πολύ τον Αργύρη Αρκαράνη (Άρης), ο οποίος οργάνωσε το αντάρτικο κατά των Γερμανών στην περιοχή. Δύο αγόρια είχε η οικογένεια, το Νεόφυτο ή Νιώτη, τον Κώστα ή Κώτσιο, και τέσσερα κορίτσια, τη Μαριάνθη, τη Βασιλιώ, τη Χρυσούλα και τη Θεοπίστη.
  Βέβαια η τύχη των μελών της οικογένειας δεν είναι αυτή ακριβώς που αναφέρεται χάριν της μυθιστορηματικής πλοκής στο βιβλίο. Η Βασιλιώ βρέθηκε όντως στη φυλακή μετά το 1944, όμως η φυλακισμένη Χρύσα δεν ήταν η αδελφή της Βασιλιώς, αλλά η Χρύσα Μαλουσάρη μια άλλη αξιόλογη αγωνίστρια της εποχής. Ο Κώστας συνελήφθη από τους Γερμανούς, κατάφερε όμως να αποδράσει, πράγμα μάλλον δύσκολο και σπάνιο, εξ’ ου και το παρατσούκλι «δραπέτης» που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Μετά την απόδραση του κατέφυγε στο βουνό ως αντάρτης.
  Και ο Νεόφυτος; Ήταν ο πρώτος αντάρτης από το Σουφλί. Μάλιστα τη φυγή του στο βουνό μας διηγήθηκε πολύ γλαφυρά ο «παππούς Στέφανος», αφού εκείνη την ημέρα ήταν μαζί του. Όπως μας είπε, πήγαν να συναντήσουν τους αντάρτες στη θέση Μάρμαρο, ένα ρέμα πίσω από τα νεκροταφεία του χωριού, προκειμένου να τους εφοδιάσουν με τρόφιμα όπως συνήθως. Εκείνη τη μέρα ο Νιώτης ήταν πολύ βαριά ντυμένος, κάτι που έκανε εντύπωση στο σύντροφό του. Μετά την παράδοση των τροφίμων ο Νεόφυτος είπε στο Στέφανο:
-Άιντε τώρα πήγαινε.
-Κι εσύ;
-Εγώ πάω πάνω. Άντε και καλή αντάμωση στα γουναράδικα.
  Όχι, δεν πρόκειται για τοποθεσία στα μέρη μας. Είναι από ένα παραμύθι με αλεπούδες όπου η αλεπού αποχαιρετά με αυτή την έκφραση τα αλεπουδάκια της, εννοώντας «θα ξανασυναντηθούμε όταν θα μας πιάσουν και θα μας κάνουν γούνες κρεμασμένες στη βιτρίνα των γουναράδικων».
  Το Νεόφυτο δεν τον έπιασαν αλλά και δεν τον ξανασυνάντησε ο παππούς ο Στέφανος, αφού σκοτώθηκε στη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου κατά των Γερμανών.
  Όσο για το Σπάρτακο, όχι δεν τον είχε ακούσει ο Νεόφυτος, αλλά είχε ακούσει το στεναγμό του ξωμάχου, του εργάτη και της εργάτριας. Είχε νιώσει το άδικο, την εκμετάλλευση. Είχε αγαπήσει πολύ τον τόπο του για να τον αφήσει στα χέρια του κατακτητή. Είχε ακούσει επιτακτική τη φωνή μέσα του για αγώνα μέχρι θανάτου για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, για μια κοινωνία με κέντρο και υπέρτατη αξία τον Άνθρωπο και μόνο αυτόν.
Πατσιά Μαρία

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Πώς τρεφόταν η μεταξένια πολιτεία του χθες


Αναμφισβήτητα, το διαιτολόγιο του σημερινού Σουφλιώτη πολίτη, δεν μοιάζει καθόλου με τις εξαίσιες λιχουδιές και τα πεντανόστιμα εδέσματα των γιαγιάδων και των παππούδων μας. Διαφέρουν κατά πολύ τόσο στα υλικά όσο και στον τρόπο κατασκευής τους. Διότι... η «φουφού» αντικαταστάθηκε από την υπερσύγχρονη φριτέζα και ο παραδοσιακός ξυλόφουρνος από τις κεραμικές εστίες και τους φούρνους μικροκυμάτων. Και φυσικά ούτε λόγος για τα σπιτικά καλούδια του «μπαχτσέ». Πού χρόνος για την ενασχόληση με αυτά; Σε μια προσπάθεια λοιπόν για την εύρεση των βρώσιμων των Σουφλιωτών ανακαλύψαμε πληροφορίες που θα κάνουν τους παλιούς να θυμηθούν και τους νέους να θέλουν να ξεχάσουν….

Ξαριθμόντας τα καν΄ ανγιρίσ(ι)α…* 
      Πέρα από όλα τα ζαρζαβάτια που αναδύονταν κατά καιρούς στον κήπο (κουλουκθούδια*, πατλατζάνις*, ματζ’ρκα πιπιρούδια*), στις «γριντιές*» κρεμούσαν τους τρουβάδες* με τα σχίσματα (αποξηραμένα φρούτα κομμένα σε φέτες, όπως δαμάσκηνα, μήλα, τσάπουρνα, κυδώνια) ξερά «μπασιάκια* και «τσιρκιζούδια» για «πατλακις*», την «πνακουτή*» με τα ψημένα ψωμιά στο φούρνο του σπιτιού, αραδιασμένα και σκεπασμένα με την «ψουμουμέσαλα». Έδεναν την «πνακουτή» από τις δυο άκρες με τα σχοινιά και την ανέβαζαν στις «γριντιές», από την μια για να αερίζονται και από την άλλη να τα γλιτώσουν από τα «γκζάνια μη τα φτάσουν κι τα ματσιαλήσουν σι μια μέρα*», τοποθετούσαν δε πάνω σ’ αυτές σπαράγκια για να μην τα τρωνε τα ποντίκια, το ίδιο και στις «κριμαντάλις», όπως και στα σπιτικά λουκάνικα, όταν έσφαζαν τα γουρούνια τα Χριστούγεννα. Έτσι ήταν έτοιμοι να υποδεχτούν τον χειμώνα, να ξεκουραστούν, να γλεντήσουν με τα «νυχτέρια*» στις ονομαστικές τους εορτές, στους αρραβώνες, στους γάμους με χορούς και τραγούδια που στήνονταν στις σάλες, με άφθονο κρασί, φαγοπότι και «μασάλια».
Επιμέλεια: Τσακαλδήμη Ελένη

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Μοσχοβόλησε ο τόπος...

Ο κυρ Πασχάλης και η κυρα-Σταυρούλα παντρεύουνε τη Λαμπρινή, τη ψυχοκόρη τους (για τα σχετικά με το γάμο πατήστε εδώ).Οι ετοιμασίες του γάμου περιλαμβάνουν, φυσικά, και τα πλούσια εδέσματα για τους καλεσμένους:

   Η κυρα-Σταυρούλα τοίμασε το σπίτι για τον αρραβώνα. Μαζί με την ψυχοκόρη ασβέστωσαν τα πεζούλια, πλύνανε τα τζάμια, περάσανε με κόλλα τα στρωσίδια των κρεβατιών, ξεπουπουλιάσανε κότες και διάνους, ζυμώσανε άσπρο "χάσικο" ψωμί, φτιάσανε αυγόπιτες, τυρόπιτες, κουλούρια ολόγλυκα, σπαθούδες και βραχνούδες, και μοσχοβόλησε ο τόπος. Ο Πασχάλης είχε χέρι ανοιχτό, δεν τσιγκουνεύτηκε για τις χαρές της ψυχοκόρης, έσφαξε και το γουρούνι και το βράσανε οι γυναίκες με φύλλα δάφνης, και μπόλικα μπαχάρια να φτιάσουνε πηχτή κι άλλους πικάντικους μεζέδες...
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 59

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Μαζί μοχθούσανε...

πίνακας του Α. Μαυριώτη



Μια όμορφη ιστορία συναδέλφωσης των λαών μάς αφηγείται η Διδώ Σωτηρίου με αφορμή το περιστατικό του γάμου της Λαμπρινής και του Ανέστη (για το σχετικό χωρίο με την  περιγραφή του γάμου πατήστε εδώ). Στο γάμο έρχεται, φέρνοντας δώρα, ένας νεαρός Τούρκος.
 
  Ήρθε κι ο γιος του Αλητσιλτέ από το Εντέκιοϊ (σημ. για το Εντέκιοϊ πατήστε εδώ), να φέρει πεσκέσια απ' τον πατέρα του. Είχε τον κυρ Πασχάλη (σημ. ο κυρ Πασχάλης είναι ο πατέρας της Λαμπρινής) καλύτερο κι απ' αδερφό. Πλάι πλάι είχανε τα χτήματά τους. Μαζί μοχθούσανε, μαζί λέγανε τα ντέρτια του βίου. (σ. 61)
  Έβαλε το τουρκόπουλο να καθίσει στο τραπέζι και το καμάρωνε που έριξε μπόι και ήταν πάντα ντροπαλό και φιλότιμο κι όποτε έμπαινε στο σπιτικό του κουβαλούσε αγάπη και πεσκέσια. Ύστερα γύρισε στους καλεσμένους και τους εξήγησε τι τον έδενε μ' αυτό το παιδί και το είχε καλύτερο κι απ' ανεψίδι. Κάποτε το έσωσε από βέβαιο πνιγμό.
   Ήταν μια μέρα καταιγίδας. Άνεμος και νεροποντή, νεροποντή να δουν τα μάτια σου! Πλημμύρισε ο Έβρος και ξεπηδούσαν μέσα από τη λάσπη φίδια φαρμακερά. Τρόμαζε η καρδιά να βλέπει το νερό που ορμούσε και παράσερνε καλύβια, αραμπάδες και ζωντανά. Ε, τότες ο Πασχάλης παράτησε το γελάδι του και τ' άφηκε να πνιγεί για να τρέξει να σώσει το τουρκόπουλο, που ανυποψίαστη η μάνα του το 'χε παρατήσει στον αγρό να μαζεύει χόρτα. Τ' ανέβασε σ' ένα γερό πλατάνι και το 'δεσε με το ζουνάρι του, μην το παρασύρει ο σίφουνας.
   Σαν πέρασε το κακό, ο Αλητσιλτές με δάκρυα στα μάτια είπε στον Πασχάλη:
   "Σ' το χρωστάω, αρκαντάς, τούτο το καλό όπου έκαμες. Μπόραγες να σώσεις το γελάδι σου και τ΄ άφηκες να πνιγεί για να σταθείς στον εδικό μου υγιό..."
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 62-3

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ο μουσουλμανικός γάμος

Τη μέρα του γάμου, το πρωί, μαζεύονται τα κορίτσια στο σπίτι της νύφης και την ετοιμάζουν. Ο γαμπρός ετοιμάζεται στο σπίτι του. Στη συνέχεια ο γαμπρός ξεκινά με το αυτοκίνητό του για να πάρει τη νύφη από το σπίτι της και μαζί του ακολουθούν συγγενείς και χωριανοί. Όταν φτάνουν στο σπίτι της νύφης, τα κορίτσια που είναι εκεί ζητούν συνήθως τρία ή περισσότερα τραγούδια για να δώσουν τη νύφη. Η νύφη πετάει μια μαντίλα που έχει μέσα χρήματα και καραμέλες. Αφού πάρουν τη νύφη επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί έχουν ετοιμάσει φαγητό (φασολάδα και πιλάφι με κρέας) για όλους τους ανθρώπους που έρχονται στο γάμο. Το βράδυ γίνεται χορός στην πλατεία του χωριού. Στη διάρκεια του χορού σταμάτανε και δίνουν χρήματα στο γαμπρό και τη νύφη. Περίπου στις 2 ή 3 το βράδυ τελειώνει το γλέντι και ο γάμος.
 Πυρελή Μπελίς

 

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Ο (παραδοσιακός) γάμος στο Σουφλί

  Σήμερα με την αλλαγή του τρόπου ζωής χάθηκαν τα έθιμα τα οποία υπήρχαν από τα πολύ παλιά χρόνια. Σήμερα ο γάμος είναι μια τυπική διαδικασία, ενώ παλιότερα ήταν τελετουργία. Κρατούσε μια εβδομάδα με διάφορες εκδηλώσεις.
  Τη Δευτέρα άρχιζαν με την ετοιμασία της προίκας μέχρι την Παρασκευή που την άπλωναν για να την καμαρώνουν οι επισκέπτες. Επίσης την Παρασκευή νέα παιδιά με ένα μπουκάλι τσίπουρο περιφερόταν στους συγγενείς και φίλους των μελλόνυμφων και κερνώντας τους ανήγγειλαν τον γάμο.
  Το Σάββατο ο γαμπρός με συγγενείς και φίλους και με τη συνοδεία λαϊκών οργάνων, πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να πάρουν τα προικιά. Μαζί του ο γαμπρός έφερνε και το νυφικό. Στο σπίτι της νύφης ήταν τα τραπέζια στρωμένα και το τσίπουρο και το κρασί ήταν άφθονα.
  Την Κυριακή ο γαμπρός με τα γαμπριάτικα πήγαινε στην εκκλησία και η νύφη στο σπίτι στολιζόταν από τις φίλες της. Η στέψη γινόταν μετά τη Θεία Λειτουργία και αμέσως μετά ακολουθούσε το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού.
  Την επομένη του γάμου γινόταν η Δευτέρα. Οι συγγενείς και οι φίλοι μαζευόταν έξω από το σπίτι των νεόνυμφων ντυμένοι καρναβάλια και έλεγαν διάφορα τραγούδια και ποιήματα σκωπτικά. Για κάθε περίπτωση είχαν διαφορετικά τραγούδια και ποιήματα. Πολλές φορές όμως αυτοσχεδίαζαν και σατίριζαν πρόσωπα και καταστάσεις. Οι γονείς του γαμπρού πήγαιναν στο υπνοδωμάτιο για να δουν τα τεκμήρια της αγνότητας της νύφης και μετά άρχιζε πάλι το γλέντι.

Βιβλιογραφία: "Σουφλίου εγκώμιον" του Μιχάλη Πατέλη.

                                                                                     Επιμέλεια: Τσιομπανούδη Αλίκη

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ο γάμος της Λαμπρινής και του Ανέστη

Γάμος στο Σουφλί 13-1-1929 από το βιβλίο "Σουφλί Οδοιπορικό στο χθες" Μ. Πατέλη (1994)
Στο κεφάλαιο "Ευτυχισμένα χρόνια" (σ. 58 κ.ε.) η Διδώ Σωτηρίου περιγράφει το γάμο της Λαμπρινής και του Ανέστη (σημ. πρόκειται για τους γονείς του Νεόφυτου, πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα). Παρακάτω κάποια στιγμιότυπα από την περιγραφή του γάμου:

   Άμα τελέψανε ανάμεσα στις δυο φαμίλιες και στην προξενήτρα τα κρυφομιλήματα για το συνοικέσιο κι αντάμωσε ο γαμπρός και η νύφη για τον αρραβώνα δεν άργησαν να οριστούν και οι γάμοι...
   Απογεματάκι νωρίς έφτασε η φαμελιά του γαμπρού, μάνα, πατέρας, τ' αδέρφια του, το όλον οχτώ. ήρθε κι ο μισός Πάνω Μαχαλάς να φάει, να πιει και να χορέψει. Φτάσανε κι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γειτόνοι. Ήρθε και ο Ρούσος, ο ξακουστός γύφτος με την γκάιντα του και τους δυο γιους του, που παίζανε ο ένας βιολί κι ο άλλος το λαούτο.
Σάββατο βράδυ αρχίνησε το γλέντι και τελείωσε Δευτέρα πρωί. Η Λαμπρινή ομόρφυνε απ΄ τη χαρά της, έλαμπε με τα φλουριά που της πέρασε στο λαιμό ο γαμπρός....
   Η νύφη όμως δεν άφηκε χορό για χορό, τραγούδι για τραγούδι, και πρόφταινε να κουβεντιάζει και να πετάει τ' αστεία της και να τρέχει και στην κουζίνα...
   Οι γονέοι του γαμπρού και της νύφης καθόντανε επίσημα άκρη άκρη στις καρέκλες κατά τον τοίχο και καμαρώνανε τα παιδιά τους που χορεύανε. Οι κοπελιές φορούσανε τα καινούργια τους καφτάνια από βελούδο χρωματιστό κι από μέσα ατλαζένια πουκάμισα...Τα μάτια των παλικαριών πετούσαν σπίθες. Χορεύανε και παραβγαίνανε σε τσακίσματα να δείξουνε τη λεβεντιά τους....
   Κάτι τέτοιες χαρές περιμένανε οι νιοι κι οι νιες να χορτάσουνε γλέντι.... να διαλέξουνε το ταίρι που θ' αγαπήσουνε και θα στεφανωθούνε.
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 59-61


Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η σοφία των αγριμιών

Ένα διαχρονικό αντιπολεμικό μήνυμα μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος της Σωτηρίου: 

Όμορφα χρόνια εκείνα! (σημ. εννοείται πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους) Ο άνθρωπος λογάριαζε τον άνθρωπο. Αργότερα, σαν αρχίσανε οι άγριοι πόλεμοι στα Μπαλκάνια, ο κυρ Πασχάλης (σημ. ο πατέρας της Λαμπρινής, παππούς του Νεόφυτου) τηνε σκεφτόταν κείνη τη σκηνή της νεροποντής στον Έβρο, που θα την θυμάται ώς να πεθάνει. Σ' ένα λόφο όπου τον πολιορκούσε το νερό είχανε μαζωχτεί όλα τ' αγρίμια του κάμπου και του βουνού, λύκοι, αλεπούδες, πρόβατα, γίδια, γελάδια, μουλάρια, φίδια, και δε ρίχνονταν το ένα στο άλλο, μόνο μαζωμένα και σκιαγμένα κοιτούσανε ανήσυχα τ' αγριεμένο νερό, που κατάπινε ό,τι λάχαινε στο διάβα του.
Τη σοφία των αγριμιών δεν τηνε δείξαν οι άνθρωποι σαν ξέσπασε η άγρια θύελλα του πολέμου.
"Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 63

Peaceable Kindom του αμερικανού ζωγράφου Edward Hicks (1780-1849)

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Το Σουφλί υπό βουλγάρικη κατοχή (1913-1918)

Μα κι αυτή η χαρά (ενν. της παρουσίας απελευθερωτικού βουλγάρικου στρατού στο Σουφλί) δεν κράτησε. Αλλιώς βουληθήκαν οι τρανοί της Ευρώπης, αλλάξανε οι συμμαχίες, αγρίεψε όλο εκείνο το βουλγαρικό λεφούσι, αγριέψανε κι οι Έλληνες, από τη μια ώρα στην άλλη ξεχαστήκαν οι όρκοι και κόρωσε το μίσος. Μίσος να δουν τα μάτια σου... Οι Βούλγαροι καπεταναίοι, που μαζί με τους Θρακιώτες κάνανε κλεφτοπόλεμο να διώξουνε τον Τούρκο, σκεδιάζανε τώρα πώς θα ξεκάνουν τους Έλληνες κι οι Έλληνες κεινούς. (" Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 71-2)
Ήρθε ο δεύτερος Βαλκανικός, μ' αντίπαλο τώρα όχι τον Τούρκο, μα το Βούλγαρο. Κι ως να κλειστεί ειρήνη, να ο μεγάλος, ο παγκόσμιος πόλεμος...  (" Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 72)
  
Η άφιξη των Βουλγάρων
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) οι μεν Έλληνες αποχωρούν από τη Δυτική Θράκη και καταλαμβάνουν τη γραμμή του ποταμού Νέστου, ενώ οι Τούρκοι αυτήν της Αδριανουπόλεως. Η Βουλγαρία απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος. Το Σουφλί μένει και πάλι στην τύχη του και καταλήφθηκε από το βουλγαρικό στρατό το Νοέμβριο του 1913.

Το ανθελληνικό έργο των Βουλγάρων στην περιοχή του Σουφλίου
α) εκπαίδευση: Πρώτο μέλημα των Βουλγάρων υπήρξε η εκπαίδευση. Ζήτησαν άδεια από το Διευθυντή της Αστικής Σχολής να του παραδώσει τα σχολεία με την πρόφαση ότι τα χρειάζονταν για να στρατωνίσουν το στρατό και υποσχόμενοι την επιστροφή τους. Στη συνέχεια όμως: 
- διόρισαν Βούλγαρους δασκάλους 
- επέβαλαν τη διδασκαλία της Βουλγαρικής γλώσσας
- απαγόρευσαν την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας
- εξώθησαν σε μετανάστευση τους Έλληνες δασκάλους 
(β) εκκλησιαστική οργάνωση: Διώχθηκαν όλοι οι Έλληνες ιερείς για να αντικατασταθούν από Βουλγάρους οι οποίοι λειτουργούσαν στα βουλγαρικά. 
Αραμπατζής Σταύρος

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Βαλκανικοί πόλεμοι και Σουφλί: η μάχη στο Μαγκάζ(ι)

Δεν πέρασαν μέρες και ακούστηκε πως τούρκικο ασκέρι έφτανε με το τραίνο απ' το Δεδέαγατς. Είχαν αρχίσει, λέει, μάχες τρανές και πέφτανε κορμιά κι από τις δυο μεριές. Βγήκε και τελάλης και φώναξε: "Όποιους έχ' τσιφτέ να πάει στου Μαγκάζ".
Τρέξανε όσα παλικάρια είχαν όπλο, μα όφελος δε φέρανε. Οι Τούρκοι τους υπερφαλαγγίσανε και τους αναγκάσανε να σκορπίσουνε. Οι Κορνοφωλιώτες, που είδαν από κοντά τις άγριες μάχες, καταφύγανε στο Σουφλί, να σωθούνε. Απ' αυτούς μάθαν οι Σουφλιώτες όσα γίνονταν, και πήρανε κι αυτοί το δρόμο για το βουνό. Ήταν τέτοιος ο πανικός που οι γυναίκες παρατούσανε το τσουκάλι στη φουφού, ανοιχτά τα σπίτια τους και, γδυτές και ξυπόλητες, τρέχανε αλαφιασμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά. ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 69)

σημ.: Ο ποταμός Μαγκάζ(ι) εκβάλει στον Έβρο σε τοποθεσία που βρίσκεται έξι χιλιόμετρα νότια του Σουφλίου, ανάμεσα στα χωριά Λυκόφη και Κορνοφωλιά.


 Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ
     Μετά τη φυγή των Τούρκων από το Σουφλί (δες προηγούμενη ανάρτηση πατώντας εδώ) η πόλη βρίσκεται ελεύθερη στα χέρια των ανταρτών, χωρίς τουρκικές αρχές. Ο φόβος, όμως, της επιστροφής των Τούρκων είναι διάχυτος. Οι φόβοι δεν αργούν να επαληθευτούν. Είναι 12 Οκτωβρίου του 1912. Τα φυλάκια πού φύλαγαν στο «Μαγκάζ(ι)» αντιλήφθηκαν το πρωί μια αμαξοστοιχία να έρχεται από την Αλεξανδρούπολη προς το Σουφλί. Το τραίνο ήταν υποχρεωμένο να σταματήσει στο Μαγκάζ, γιατί η γέφυρα ήταν ανατιναγμένη από τις πρώτες μέρες του πολέμου.

 Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΓΚΑΖΙ, 
Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΩΝ 
ΚΑΙ Η ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ
    Μόλις ξημέρωσε οι σκοποί αντιλήφθηκαν Τούρκους στρατιώτες να τρέχουν να καταλάβουν τις κορυφές των απέναντι λόφων και να αναπτύσσονται σαν σε μάχη. Οι Τούρκοι, πού ήταν πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες, προσπάθησαν να τους κυκλώσουν. Άρχισε το τουφεκίδι. Η μάχη του Μαγκαζιού κράτησε ως το μεσημέρι, οπότε οι Τούρκοι κατόρθωσαν να υπερφαλαγγίσουν τους υπερασπιστές της περιοχής και να τους αναγκάσουν να τραπούν σε άτακτη φυγή προς το Σουφλί.
    Οι Κορνοφωλιώτες, που από το πρωί παρακολουθούσαν τη μάχη με ανησυχία, μόλις είδαν τους Σουφλιώτες να υποχωρούν , εγκατέλειψαν τα πάντα κι άρχισαν να φεύγουν προς το Σουφλί (ας σημειωθεί ότι η μάχη αυτή γινόταν σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από το χωριό τους). Με την άφιξη, όμως, των πρώτων Κορνοφωλιωτών, οι Σουφλιώτες πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη τους, άλλοι από το δρόμο προς τα Λάβαρα-Διδυμότειχο και άλλοι προς τα βουνά, για τα χωριά Γιαννούλη – Σιδηρώ. 

Η Λαμπρινή έβαλε την ψυχομάνα της πάνω στη φοράδα, της έδωσε και το μωρό, της φόρτωσε όσα ζεμπίλια είχανε με τροφές και ρούχα και ήσυχα και στρωτά πήρε την ανηφόρα που έφερνε στα ορεινά χωριά της Γκίμπρενας. Θυμήθηκε το λόγο των γερόντων: "Όσοι βρίσκουνται στα β΄νά της Γκίμπρινας φόβου δεν έχ'νι κανεί..." ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 69)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αραμπατζής Σταύρος

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Το Εντέκιοϊ (Edeköy)

Όταν ακούστηκε πως συμμαχικός στρατός πολεμούσε στο Δεδέαγατς κι αποκόπηκε το Σουφλί και το Διδυμότειχο, οι ντόπιοι Τούρκοι πήρανε τις φαμίλιες τους και περάσανε τον Έβρο. Καταφύγανε στην άλλη όχθη, στο Εντέκιοϊ. Αφήκανε μονάχα ένα "τζανταρμά" (σημ.=χωροφύλακα) να κρατάει τους φυλακισμένους... ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 66)

Τουρκικό χωριό σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από το Σουφλί . Απέχει 100 χλμ. από την Αδριανούπολη και 5 χλμ. από το Meric. Έχει πληθυσμό περίπου 970 κατοίκους. Άλλες ονομασίες του χωριού είναι Kadidondurma ή Kadikoy. Μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 πολλοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν για λόγους βιοπορισμού ή εκπαίδευσης. Σήμερα στο χωριό λειτουργεί ένα δημοτικό σχολείο και μια βιβλιοθήκη.
Στο Εντέκιοϊ μέχρι το 1912 ζούσε μόνο τουρκικός πληθυσμός. Είχε εύφορα χωράφια και αρκετούς ανεμόμυλους. Τα αγροτικά προίόντα που παράγονταν στο χωριό πουλιούνταν στην αγορά του Σουφλίου. Οι κάτοικοι του Εντέκιοϊ έκαναν τα ψώνια τους στο Σουφλί κι από κει έβρισκαν εργάτες για τα χωράφια τους, με τους οποίους μάλιστα είχαν πολύ στενές σχέσεις. Είχαν γι’ αυτούς "τα σπίτια τους ανοιχτά".

Ήρθε (ενν. στο γάμο της Λαμπρινής, θετής κόρης του κυρ Πασχάλη και μητέρας του Νεόφυτου) κι ο γιος του Αλητσιλτέ από το Εντέκιοϊ, να φέρει πεσκέσια απ' τον πατέρα του. Είχε τον κυρ Πασχάλη καλύτερο κι απ' αδερφό. Πλάι πλάι είχανε τα χτήματά τους. Μαζί μοχθούσανε, μαζί λέγανε τα ντέρτια του βίου. ("Τα παιδιά του Σπάρτακου" σ. 61)
Το δημοτικό σχολείο στο Εντέκιοϊ . Απέναντι διακρίνεται το Σουφλί
 Με τους Βαλκανικούς πολέμους οι καλές σχέσεις των κατοίκων του Σουφλίου και του Εντέκιοϊ χαλάνε. Οι Έλληνες με σκοπό να εισβάλλουν στο τουρκικό χωριό στείλαν ένα γράμμα στο Βούλγαρο διοικητή της περιοχής, με το οποίο τον έπεισαν ότι οι Τούρκοι λεηλατούσαν ελληνικά και βουλγαρικά χωριά. Οι Βούλγαροι απειλούσαν τους Τούρκους και επέμεναν να δώσουν πίσω τα κλεμμένα. Οι Τούρκοι νιώθοντας ότι κινδυνεύουν έβαλαν σκοπιές δίπλα στο ποτάμι και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν πιθανή επίθεση από τους Σουφλιώτες. Πράγματι οι Σουφλιώτες, με ένα τέχνασμα, μπήκαν στο χωριό και το λεηλάτησαν.

Πηγή: www.edeköy (τουρκική πηγή)
Επιμέλεια: Πίσκα Εσμά, Πίσκα Εσρά